Αναγνώστες

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ

ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΣΙΜΕΝΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ 

Μ.Ιορδανίδου

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897 και πέθανε στην Αθήνα το 1989.Έζησε στη Ρωσία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια, στην Αθήνα. Οι συνεχείς μετακινήσεις και τα δύσκολα χρόνια δεν της επέτρεψαν να αποκτήσει πανεπιστημιακή μόρφωση. Γνώριζε όμως τρεις ξένες γλώσσες που τη βοήθησαν να εργαστεί ως τα εξήντα της χρόνια. Στη συγγραφή στρέφεται σε μεγάλη ηλικία(1962) 

Τα έργα της χαρακτηρίζονται από αμεσότητα, απλότητα, παραστατικότητα. Η συγγραφέας αντιμετωπίζει τα πράγματα με κριτικό και παρατηρητικό τρόπο.

Τα έργα της : 

Λωξάντρα, Διακοπές στον Καύκασο, Σαν τα τρελά πουλιά, Στου κύκλου τα γυρίσματα, Η αυλή μας.

Στην «Αυλή μας» η Μαρία Ιορδανίδου, με τη διεισδυτική της ματιά, τη σχεδόν προφορική γραφή της, τον βαθύ συναισθηματισμό της και την οξυδέρκειά της περιγράφει τη ζωή της σε ένα διαμέρισμα της δεκαετίας του 1980 με εσωτερική αυλή (ακάλυπτο τον λένε πια). Περιγράφει τους γείτονές της, την καθημερινότητά τους, τα μίση και την αγάπη τους, τους διαφορετικούς χαρακτήρες και τις συνήθειές τους. Δεν μπορεί να πιστέψει πόσο έχουν αλλάξει πια τα πράγματα, πώς απομακρύνθηκαν οι άνθρωποι, πώς κατάντησαν οι νοικοκυρές στην εποχή της ευκολίας να μη νιώθουν το σπίτι δικό τους ή ακόμη χειρότερα να παντρεύονται τα παιδιά και να φεύγουν μακριά από τις εστίες τους.

ΘΕΜΑ-ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ: Η απρόσωπη ζωή, οι άνθρωποι και τα διαµερίσµατα σε µια σύγχρονη τσιµεντούπολη.  

Προβλήµατα από τη συγκατοίκηση πολλών οικογενειών στις σύγχρονες πολυκατοικίες. 

 Εργαζόµενες µητέρες µε παιδιά.

 Οι δυσκολίες στην ανατροφή και στη διαπαιδαγώγηση.

 Χώρος: πολυκατοικία, ίσως στην Αθήνα.

Χρόνος: απροσδιόριστος( πρόκειται μάλλον για τη δεκαετία του ’70)

Περιεχόμενο: κοινωνικό.

ΔΟΜΗ 

1 η Ενότητα: « Ζούμε στην εποχή… στον τοίχο»: η τυποποιημένη κατασκευή των διαμερισμάτων και ο ομοιόμορφος τρόπος ζωής των ενοίκων. 

2 η ενότητα: « Αλλάζουν οι καιροί… ένας τοίχος»: η αποξένωση, ο φόβος της ανώνυμης συγκατοίκησης στην πολυκατοικία και η ενόχληση από τους θορύβους και τις συζητήσεις των γειτόνων.

 3 η Ενότητα: « Από το λουτροκαμπινέ… και ησυχάσαμε»: η υστερική συμπεριφορά της μητέρας του διπλανού διαμερίσματος και οι νευρικές αντιδράσεις του παιδιού. 

Τα κυριότερα θέματα που θίγονται στο απόσπασμα είναι: η ζωή, οι άνθρωποι και τα διαμερίσματα σε μια σύγχρονη τσιμεντούπολη, τα προβλήματα που δημιουργεί η συγκατοίκηση πολλών οικογενειών στις σύγχρονες πολυκατοικίες, οι εργαζόμενες μητέρες και η δυσκολίες στην ανατροφή και στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.

 ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ 

  Αφηγητής: η αφηγήτρια είναι ομοδιηγητική, δραματοποιημένη- συμμετέχει στη δράση. Είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται. Αυτό φαίνεται και από το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η αφήγηση, δηλαδή σε α΄ ενικό ( πρωτοπρόσωπη αφήγηση και εσωτερική εστίαση). Μιλάει για τον εαυτό της, αυτή είναι η πρωταγωνίστρια. Άλλωστε έχει στοιχεία αυτοβιογραφικά  που μας κάνουν να ταυτίζουμε την αφηγήτρια με τη συγγραφέα.

  Αφηγηματικοί τρόποι: στο απόσπασμα εναλλάσσονται η αφήγηση και η περιγραφή με τον διάλογο και έτσι το κείμενο γίνεται πιο ζωντανό και παραστατικό. Παρατηρούμε κι ένα σχόλιο της αφηγήτριας («Αλλάζουν οι καιροί…τη ρωμιοσύνη τους»).


ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ

Α.ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

Παρομοιώσεις: «θυμίζει κατάστρωμα βαποριού», «μοιάζει διάδρομος», «Στέκεται μπροστά του σαν κολόνα πάγου»

 Μεταφορές: «Εκεί που θα κουρνιάσει..» «Έγινε πετσί και κόκαλο».

Προσωποποιήσεις«….τα διαμερίσματα που δε βλέπουν στο δρόμο», «…να αφουγκραστεί την ανάσα του σπιτιού της» «Έγινε πετσί και κόκαλο».

Ασύνδετο σχήμα: «Σου έβαλε την πρίζα για την τηλεόραση… το χαμηλό τραπέζι…».

Επαναλήψεις«Έχω ένα εσωτερικό δυάρι» – «Εσωτερικά τα λένε τώρα…», «Μα και η αυλή δε λέγεται πια αυλή αλλά…», «όλο μπαλκονόπορτες» – «μπαλκονόπορτα», «κάμαρα, και η κάθε κάμαρα…», «Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι», «οι άνθρωποι» – «οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς», «Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους», «Δεν ξέρεις καλά καλά αν είναι συγκάτοικος…» – «τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω», «Ξέρω όμως τη φωνή τους …Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό…», «το βογκητό …»«Βογκά τα βράδια… βογκά και τη νύχτα», «ακούω το ξυπνητήρι της» «Όλα αυτά ακούονται», «που η πόρτα του» – «στην πόρτα του δικού μου», «ακούς σπαραχτικές φωνές» – «σπαραχτικές φωνές παιδιού, φωνές πόνου…» – «η σπαραχτική φωνή πάλι…» – «Και πάλι η φωνή», «ακούτε στο δρόμο» – «από το δρόμο ακούγεται», «-Πού πας;»…-Πάω να πιάσω», «-Τρελάθηκες;» – «πραγματικά, τρελάθηκα», «την εκδικείται, πώς αλλιώς μπορεί να την εκδικηθεί», «αγόρασε δικό της διαμέρισμα …Το διαμέρισμα….».

Αντιθέσεις (Λεκτικές / Νοηματικές): «δε βλέπουν στο δρόμο» «αλλά στην αυλή», «δε λέγεται αυλή» – «αλλά ακάλυπτος χώρος»,  «η νοικοκυρά την “κόχη” της» – «Ξένο πράμα»,  «συγκάτοικος είναι» «ξένος», «Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω» – «Ξέρω όμως τη φωνή τους, το βήχα τους. Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό».

 Β.ΕΙΚΟΝΕΣ (οπτικές,ακουστικές εικόνες,περιγραφές προσώπων, τοπίων, αντικειμένων): «Στιςπερισσότερες απ’ αυτές τις πολυκατοικίες …μοιάζει με διάδρομος »,«Σου έβαλε την πρίζα… και οι δύο τεράστιες πολυθρόνες της μόδας»,«Δεν υπάρχει κατάλληλη γωνιά …την ανάσα του σπιτιού της», «Τα μούτρα των συγκατοίκων μου… και μας χωρίζει ένας τοίχος» (ηχητική εικόνα), §7 «Από το λουτροκαμπινέ… του δικού μου διαμερίσματος»,  «Εκεί πάλι ακούς …Δε μίλησα», «Το αυτοκίνητο του σχολείου… Το παιδί από μέσα ωρύεται», «Ακούω ένα βράδυ…-Τρελάθηκες;», «- Το παιδάκι από τον καιρό… Έγινε πετσί και κόκαλο».

Γ. ΕΙΡΩΝΕΙΑ: «Εσωτερικά τα λένε…δρόμο», «… μπαλκόνι που ζώνει… βαποριού», «η κάθε κάμαρα… διάδρομος», «Πως επιπλώνεται… της μόδας», «Η απόσταση… στον τοίχο». Η αφηγήτρια ειρωνεύεται τον ομοιόμορφο και τυποποιημένο τρόπο ζωής στα σύγχρονα διαμερίσματα, την τυποποιημένη διάταξη των επίπλων, που δεν αφήνουν την νοικοκυρά να ανασάνει και να φτιάξει το χώρο της.

ΓΛΩΣΣΑ: Απλή, καθημερινή

ΎΦΟΣ

Είναι απλό, λιτό, χωρίς πολλά σχήματα λόγου. Είναι άμεσο και εξομολογητικό , καθώς η αφηγήτρια σε α πρόσωπο καταγράφει τις σκέψεις και τα συναισθήματα της. Είναι ζωντανό και παραστατικό, χάρη στη λεπτομερή περιγραφή του σύγχρονου διαμερίσματος και χάρη στους διαλόγους που διακόπτουν την  αφήγηση. Είναι επίσης ειρωνικό και  χιουμοριστικό καθώς η συγγραφέας απορρίπτει με χιούμορ και σαρκασμό το σύγχρονο τρόπο ζωής.


 ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ

Αφηγήτρια: είναι μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας που δεν αντέχει την ασφυκτική ζωή στο διαμέρισμα. Από την αρχή του αποσπάσματος φαίνεται η απογοήτευση, η δυσφορία της και αυτό το εκφράζει με τις ειρωνείες στην πρώτη ενότητα. Νοιώθει εγκλωβισμένη, δεν μπορεί να έχει τη δική της γωνιά. Ακόμη απογοητεύεται από την ψυχρότητα, το φόβο και την αποξένωση στις πολυκατοικίες. Προβληματίζεται και απορεί που οι Έλληνες έχασαν τις παραδοσιακές τους αξίες. Παρακολουθεί, άθελα της τις ζωές των άλλων. Από την παρέμβασή της στη σκηνή της μητέρας και του παιδιού, φαίνεται πως νοιάζεται. Είναι ένα σκεπτόμενο άτομο, με πείρα, καλοπροαίρετο. Δεν αποδέχεται τη βία. Ξέρει από παιδιά και τα αγαπά. Προβληματίζεται, αγωνιά για την τύχη του παιδιού. Αντιδρά αρχικά ήρεμα κι έπειτα οργισμένα. Είναι έτοιμη να ορμίσει στην μητέρα.(Ναι, πραγματικά τρελάθηκα). 

 Μητέρα: υστερική, βίαιη, αγχωτική. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η αγχωτική εργασία, το πιεστικό ωράριο, την έχουν κάνει να μη διαπαιδαγωγεί σωστά το παιδί, να του φέρεται άσχημα. Χάνει τον έλεγχο και αντιδρά άσχημα.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ   ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ   ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

 

Το απόσπασµα προέρχεται από το µυθιστόρηµα Η αυλή µας της Ιορδανίδου, στο οποίο η συγγραφέας περιγράφει σκηνές από τη ζωή στη σύγχρονη τσιµεντούπολη. Μια πρώτη προσέγγιση του κειμένου µπορεί να εστιαστεί στα παρακάτω θέµατα: κατασκευή των διαµερισµάτων και οµοιόµορφος τρόπος ζωής των ενοίκων οι κάτοικοι, και κυρίως η νοικοκυρά, έχασε το δικαίωµα να δηµιουργήσει τη γωνιά της (αξίζει να σχολιαστεί ότι η Ιορδανίδου προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη, όπου η νοικοκυρά του σπιτιού είναι η αδιαφιλονίκητη «βασίλισσα» του οίκου της). Αυτή η ισοπεδωτική οµοιοµορφία, σε συνδυασµό και µε το φόβο, που εµπνέει η ανωνυµία της συγκατοίκησης στην πολυκατοικία, οδηγούν τους ανθρώπους στην αποξένωση και στην εσωστρέφεια.

Η Ιορδανίδου αναφέρεται κυρίως σε µερικά χαρακτηριστικά προβλήµατα της ζωής στις πολυκατοικίες, όπως: η ενόχληση από τους θορύβους και τις συζητήσεις στα διπλανά διαµερίσµατα. Η προσωπική ζωή των ενοίκων συχνά απασχολεί και το γείτονα, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο παρακολουθεί ή συµπάσχει άθελα του. Στο τελευταίο µέρος του αποσπάσµατος η αφηγήτρια αναφέρεται στο διπλανό διαµέρισµα, όπου ζει ένα εργαζόµενο ζευγάρι µε τη µικρή του κόρη. Η υστερική συµπεριφορά της µητέρας και οι νευρικές αντιδράσεις του παιδιού προβληµατίζουν έντονα την αφηγήτρια, η οποία παρεµβαίνει δυναµικά για να προστατέψει το παιδί από τη βιαιότητα της µητέρας.

Ως προς τη µορφή, µπορεί να επισηµανθεί η εναλλαγή αφηγηµατικών και διαλογικών µερών, η αµεσότητα (απλότητα) του προφορικού λόγου και η χρήση καθηµερινού λεξιλογίου.

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής στις πολυκατοικίες. Οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα κατοικούν σε αστικά κέντρα και μέσα σε πολυκατοικίες, οι οποίες έφεραν μεγάλες αλλαγές στον τρόπο ζωής των ανθρώπων και δημιούργησαν πολλά προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις. Πρώτα πρώτα αντέστρεψαν ριζικά τη φυσιολογική μορφή της συμβίωσης. Έτσι, αντί οι άνθρωποι να ζουν ο ένας δίπλα στον άλλον, οριζόντια, συγκατοικούν ο ένας πάνω από τον άλλον (κάθετα), μετέωροι, και μέσα στα τσιμέντα. Τα περισσότερα διαμερίσματα είναι μικρά σαν κλουβιά και πολλά από αυτά ανήλιαγα και σκοτεινά, ίδια φυλακές. Η έννοια «γειτονιά» κοντεύει να χαθεί, δεν υπάρχουν αυλές ούτε αλάνες, για να παίξουν τα παιδιά, και το φυσικό περιβάλλον έχει σχεδόν περιοριστεί σε μερικές θλιβερές γλάστρες στα μπαλκόνια.


Όμως το κυριότερο είναι ότι οι άνθρωποι έχουν χάσει την ελευθερία τους,γιατί η συμπεριφορά τους καθορίζεται από κανόνες τους οποίους είναι υποχρεωμένοι να τηρούν, όπως, για παράδειγμα, στο ωράριο της θέρμανσης ή στις ώρες κοινής ησυχίας. Ακόμα, μέσα σε μια πολυκατοικία όλοι έχουν παράπονα: οι κάτω από τους επάνω, γιατί θορυβούν όσοι δεν έχουν παιδιά, από τα παιδιά των άλλων εκείνοι που δεν έχουν ζώα από αυτούς που έχουν. Όλα αυτά κάνουν τις σχέσεις ανάμεσα στους ενοίκους τυπικές. Και στις μεγάλες πολυκατοικίες συχνά δε γνωρίζεις αν ο συνεπιβάτης σου, στο ασανσέρ, είναι ένοικος του κτιρίου και αν τον γνωρίζεις, δεν τον χαιρετάς.


Η αλλοτρίωση των σύγχρονων Ελλήνων (Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους)

Η λέξη «ρωμιοσύνη» (= ο Ελληνισμός, η ελληνική ψυχή, το φρόνημα και τα ιδανικά του ελληνικού έθνους, και εδώ: ο τρόπος συμπεριφοράς των Ελλήνων στη συνείδηση της αφηγήτριας είναι ταυτισμένη με τις παραδοσιακές αρετές των Ελλήνων) τη φιλοξενία, την αλληλεγγύη, τη φιλία, την ψυχική ευγένεια, τη συμπόνια. Με αυτές τις αρετές μεγάλωσε και οι αναμνήσεις της από τη ζωή στην Κωνσταντινούπολη, όπου οι γείτονες γνωρίζονταν μεταξύ τους, αντάλλασσαν επισκέψεις και μοιράζονταν τις χαρές και τις λύπες, είναι γεμάτες με εικόνες από βεγγέρες, γιορτές, μουσαφιριά και τραπεζώματα» Τώρα στην Αθήνα, ζώντας στους ρυθμούς της αστικής ζωής, διαπιστώνει μιαν άλλη κοινωνική πραγματικότητα: οι άνθρωποι έχουν αποκτήσει ξενικές συνήθειες, έχουν γίνει τυπικοί και εσωστρεφείς, δεν ανοίγουν τα σπίτια τους και τις καρδιές τους, θαρρείς και φοβούνται ο ένας τον άλλον. Έτσι, στη θέση των παραδοσιακών αρετών έχουν μπει η καχυποψία, η αδιαφορία, ο φόβος και η αντικοινωνικότητα, ενώ οι συγκάτοικοι στις πολυκατοικίες πολλές φορές ούτε καν γνωρίζονται μεταξύ τους. Βλέποντας αυτή την αλλαγή στους καιρούς και στους ανθρώπους, η αφηγήτρια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους, δηλαδή την ελληνική φυσιογνωμία τους, και, στο όνομα τη: προόδου και της εξέλιξης, αλλοτριώθηκαν[1] από τα ξενικά πρότυπα.

Η αφηγήτρια και η ανατροφή του παιδιού των διπλανών



Η αφηγήτρια παρακολουθεί την οικογενειακή ζωή των ενοίκων του διπλανού διαμερίσματος χωρίς να το επιδιώκει και άθελα της συμπάσχει. Ειδικότερα, αναφέρεται σε σκηνές από τη σχέση της γυναίκας με τη μικρή κόρη της, πού δείχνουν από τη μια ένα τρομαγμένο και νευρωτικό (που δε μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του) παιδί και από την άλλη μια αγχωτική, υστερική και εξουσιαστική μητέρα, που χάνει τον έλεγχο των λόγων και των πράξεών της. Η αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά της και οι νευρικές αντιδράσεις του παιδιού προβληματίζουν την αφηγήτρια, η οποία από διάθεση να βοηθήσει παρεμβαίνει με τρόπο ευγενικό[2], συμβουλεύοντας τη μητέρα να συμπεριφέρεται με ηρεμία στο παιδί της και να του δίνει πρωτοβουλίες. Βέβαια η αντίδραση της ξένης γυναίκας δεν άφησε περιθώρια για συζήτηση, όμως η αφηγήτρια δεν έπαψε να ενδιαφέρεται και να γίνεται μάρτυρας της νοσηρής κατάστασης που συνεχιζόταν. Κάποια στιγμή μάλιστα η παρέμβαση της κινδύνεψε να γίνει επεισοδιακή, καθώς η απειλή «θα σε μπατσίσω» ξεσήκωσε μέσα της την οργή και θέλησε να παρέμβει με δυναμικό τρόπο, για να προστατέψει το παιδί από τη βίαιη συμπεριφορά της μητέρας του.

-           Η παρέμβαση της αφηγήτριας δείχνει σκεπτόμενο άνθρωπο, με ευαισθησία, καλλιέργεια, πείρα και καλοπροαίρετη διάθεση. Είναι φανερό ότι ξέρει από παιδιά και θέλει να εξομαλύνει την ακραία κατάσταση που έχει διαπιστώσει. Πονάει για το παιδί και εξοργίζεται με τη μητέρα, μια εργαζόμενη που δεν μπόρεσε να βρει την ισορροπία ανάμεσα στους πολλαπλούς της ρόλους. Η γνώση και διαίσθησή της την οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχει πληγωθεί η αξιοπρέπεια του παιδιού, το οποίο χρησιμοποιεί ως άμυνα απέναντι στη μητέρα του την άρνηση του φαγητού, γιατί έτσι την εκδικείται για το ξύλο και για την εγκατάλειψη (η μητέρα είχε πάει για διακοπές στο εξωτερικό με τον πατέρα αφήνοντας το παιδί στη γιαγιά του).




[1] Αλλοτρίωση είναι η διαδικασία της αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό (το χάσιμο, της «ταυτότητάς» του) και της ταύτισής του με την υλική πραγματικότητα, καθώς και της απόλυτης εξάρτησής του από αυτή.

[2] Ο οποίος όμως δε παύει να αποτελεί παρέμβαση στην προσωπική ζωή των γειτόνων της γι΄ αυτό κι αντιμετωπίζεται έτσι από τη μητέρα του παιδιού.

Χαρακτηρίζοντας τον σύγχρονο και παραδοσιακό τρόπο ζωής:

ΔΥΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ(αλλοτρίωση) ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ (αυθεντικότητα) 

παρόν                        παρελθόν

τυποποίηση-   ομοιομορφία                      ποικιλία  -  διαφορετικότητα-δημιουργικότητα

   αποξένωση                                                   φιλοξενία 

καχυποψία                                                        αυθορμητισμός-εμπιστοσύνη

απρόσωπος χαρακτήρας πολυκατοικιών       ιδιαίτερος χαρακτήρας μονοκατοικιών 

φόβος                                                                  εμπιστοσύνη 

περιορισμός                                                          ελευθερία 

ψυχρότητα                                                         εγκαρδιότητα, ζεστασιά 

αδιαφορία                                                         ενδιαφέρον, αλληλεγγύη 

 άγχος, πίεση                                                       ηρεμία, γαλήνη 

βία                                                                       ανθρωπιά

εσωστρέφεια                                                     εξωστρέφεια 

 αντικοινωνικότητα -απομόνωση                                            κοινωνικότητα    

εγωκεντρισμός                                                   συλλογικότητα 

ατομικισμός                                                         αλληλεγγύη 

αγένεια                                                                   ευγένεια 


Από την Πόλη στην τσιμεντούπολη

Μνημονεύοντας τη Μαρία (Λωξάντρα) Ιορδανίδου

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ

«Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας. Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε μια πολυκατοικία. Εχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο. Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δεν βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή. Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος».

Ετσι αρχίζει η Μαρία Ιορδανίδου το βιβλίο της «Η αυλή μας» - το τελευταίο της, που κυκλοφόρησε το 1981 (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»). Οχτώ χρόνια αργότερα, στις 7 Νοεμβρίου 1989 -ακριβώς πριν από 20 χρόνια- έφευγε από τη ζωή, στα 92 της. «Την έζησα αν θέλει ο Θεός τη ζωή μου», γράφει προς το τέλος του ίδιου βιβλίου. «Την έζησα και τη γλέντησα. Γλέντησα ακόμα και τις τραγικές της στιγμές, γιατί η κάθε τραγωδία έχει και την κωμική της πλευρά και αυτή η κωμική της πλευρά δεν μου διέφευγε».

Συγγραφέας στα 66 της

Της «Αυλής» είχαν προηγηθεί τα βιβλία της: «Λωξάντρα», «Διακοπές στον Καύκασο», «Σαν τα τρελά πουλιά» (κι αυτά από το Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»), όλα με πολλές εκδόσεις και πολυδιαβασμένα, ενώ η «Λωξάντρα» και το «Σαν τα τρελά πουλιά» έγιναν τηλεοπτικές σειρές.

Η «Λωξάντρα» που, επιπλέον, έγινε γαστριμαργική φίρμα, πρωτοκυκλοφόρησε το 1963, αλλά πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Η Ελλη Αλεξίου ήταν από τους ελάχιστους που το πρόσεξαν, σε κριτική της στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή». Βιβλίο και συγγραφέας ακούστηκαν μετά τη δικτατορία, όταν τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό και το οφίκιο της Αρχόντισσας του Οικουμενικού Θρόνου. Και ήταν φυσικό να τιμηθεί από το Πατριαρχείο, αφού το βιβλίο της αναφέρεται στον ελληνισμό της Πόλης (όπου γεννήθηκε και η ίδια), πριν φυσικά σφαγιαστεί και διωχθεί από τους Τούρκους.

Εν πολλοίς αυτοβιογραφική η «Λωξάντρα», όπως άλλωστε και τα κατοπινά, ταυτίστηκε με τ' όνομα της Ιορδανίδου, μολονότι επρόκειτο για τη γιαγιά της. Το 'γραψε όταν ήταν 66 ετών, καθώς πριν η ζωή της ήταν γεμάτη βιοπάλη. «Οταν εργάζεσαι δεκάξι και δεκαοχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο, όταν έχεις να μεγαλώσεις δυο παιδιά και μια μητέρα γριά, δεν σου μένει καιρός ανάσα να πάρεις - τι να γράψω μου λες!».

Ξεκίνησε τη «Λωξάντρα», «σαν ατζαμής, στα γηρατειά μου, και δεν ήξερα πώς ν' αρχίσω! Το 'παθα κι εγώ σαν τα παιδιά του σχολείου. Ο άντρας μου ήταν δάσκαλος και το είχε καημό που τα παιδιά δυσκολευόντουσαν να γράψουν έκθεση. "Γιατί, παιδί μου, δεν μπορείς να γράψεις;". "Δεν μπορώ ν' αρχίσω, κύριε, την αρχή δεν ξέρω!". "Ωραία, τότε θα σου δώσω μια συμβουλή: μην αρχίσεις από την αρχή, άρχισε από τη μέση". Λοιπόν, ακολούθησα τη συμβουλή του άντρα μου. Επιασα τη Λωξάντρα από τη μέση και την έβγαλα γριά στην πρώτη σελίδα. Ετσι έγινε η Λωξάντρα. Υστερα απ' αυτό μερακλώθηκα κι ήθελα να γράψω κι άλλο!»

Είναι από την πρώτη συνέντευξη που της είχα πάρει για την «Ε», στις 22 Οκτωβρίου 1979 (γιατί ακολούθησαν κι άλλες, μαζί μ' ένα τηλεοπτικό πορτρέτο στην εκπομπή «Παρασκήνιο», με σκηνοθέτη τον Λάκη Παπαστάθη). Την επισκεπτόμουν, στο διαμερισματάκι της στη Ν. Σμύρνη, όχι μόνο ως δημοσιογράφος, αλλά και ως φίλος και θαυμαστής. Ηταν από τις θηλυκές «γκουρού» που είχα επιλέξει, καθώς χαιρόμουν τη ζωντάνια, την αισιοδοξία, το χιούμορ, τα τραταρίσματά της.

Γίναμε αγγλοπρεπείς

Τη μνημονεύω, λοιπόν, σήμερα, κυρίως με κάποια ψήγματα από την «Αυλή μας», που αναφέρεται στη διαβίωσή της σε μια αθηναϊκή πολυκατοικία. Κι ας προσθέσω ότι το βιβλίο αυτό το έγραψε στα 84 της. Και καθώς πια δεν καλόβλεπε, το έγραψε με μαρκαδόρο: «Οσο περνάνε τα χρόνια, τόσο μεγαλώνω τα γράμματα!».

Γράφει: «Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς. Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ασανσέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολώνα πάγου, φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ. Δεν ξέρεις καλά καλά, συγκάτοικος είναι ή ξένος. Εχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους».

Η εικόνα άλλαξε κάπως με τους σεισμούς του 1981: «Απ' τη στιγμή που άρχισαν οι σεισμοί, οι πολυκατοικίες της αυλής χάσανε την αγγλοπρέπειά τους. Οι άνθρωποι ξανάγιναν Ρωμιοί. Αρχισαν να χαιρετιούνται χωρίς να έχουν συστηθεί. Αργά και πού αρχίσανε μικροβεγγέρες». Εννοείται πως όταν πέρασε η φούρια του σεισμού οι περίοικοι ξανάγιναν... αγγλοπρεπείς.

Στο τέλος του βιβλίου δηλώνει και τις τελευταίες επιθυμίες της: Να μη μαυροφορεθεί κανείς. Ούτε στεφάνια. Οποιος θέλει, να δώσει το αντίτιμο στον δήμαρχο Ν. Σμύρνης υπέρ της υπηρεσίας απορριμμάτων. «Ακόμα να μη με κλάψετε καθόλου, αν μπορείτε. Τα κλάματα δεν χρειάζονται όταν ο θάνατος είναι φυσιολογικός». *

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Μ. Ιορδανίδου,  Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας


Αν ζείτε σε πολυκατοικία,να καταγράψετε τα προβλήματα που προκύπτουν από τη συγκατοίκηση πολλών οικογενειών. Αν πάλι κατοικείτε σε μονοκατοικία, ποια πλεονεκτήματα αλλά και ποια μειονεκτήματα παρουσιάζει η έλλειψη συγκατοίκων;

Ενότητες:

........................................................................................................................................................................................................................

..........................................................................................................................................................................................................................

......................................................................................................................................................................................................................


Βρισκόμαστε στην Αθήνα του ΄70. Η αφηγήτρια περιγράφει τον τρόπο ζωής της σε ένα διαμέρισμα.


      Η αφηγήτρια πιστεύει ότι πια η νοικοκυρά δεν αγαπάει το σπίτι της, γιατί:

οι πολυκατοικίες είναι ....................................................................................................,

τα διαμερίσματα είναι .....................................................................................................

.................................................................,αλλά και η επίπλωση είναι .............................


      Η αφηγήτρια λέει ότι οι Έλληνες έχασαν τη ρωμιοσύνη τους, δηλαδή τις αρετές που τους χαρακτήριζαν: ...................................................................................................

........................................................................................Έγιναν .......................................

.....................................................................................................................................................................................................................................................................................


      Στο απέναντι διαμέρισμα ζει ένα τρομαγμένο και νευρικό παιδί που έχει μια αγχωμένη και εξουσιαστική μητέρα. Η αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά της μητέρας, που δεν έχει βρει την ισορροπία ανάμεσα στα πολλά της καθήκοντα, προκαλεί τις αντιδράσεις του παιδιού, το οποίο αμύνεται και την εκδικείται για την πληγωμένη του αξιοπρέπεια. Η αφηγήτρια παρεμβαίνει με διάθεση .......................................................

.................................................................................................................., αν και η μητέρα δεν της αφήνει περιθώρια. Η αφηγήτρια φαίνεται γυναίκα ευγενική, ...............

.........................................................................................................................................

.........................................................................................................................................


      Ο λόγος του κειμένου είναι ................................................................................... Περιέχει 

αφήγηση, διάλογο και αφηγηματικά σχόλια. Η αφηγήτρια είναι .....................

..................................

Τον λόγο ζωντανεύει ο δραματικός ενεστώτας (στη θέση αόριστου). υπάρχουν φράσεις με γνωμικό περιεχόμενο.


Σχήματα λόγου:

παρομοίωση: ..............................................................................

μεταφορά : ...............................................................................................

προσωποποίηση: ..................................................................................................

ειρωνεία:............................................................................................................ΜΑΡΙΑ IΟΡΔΑΝΙΔΟΥ  Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]

Στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας

         Η αστική καθημερινότητα της σύγχρονης εποχής μέσα στην οποία κυριαρχούν το τσιμέντο και οι πολυκατοικίες είναι το θέμα με το οποίο ασχολήθηκε η Μαρία Ιορδανίδου στο τελευταίο της πεζογράφημα Η αυλή μας (1981). Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από την αρχή του βιβλίου και είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Η ηλικιωμένη Κωνσταντινουπολίτισσα συγγραφέας ζει πια σε πολυκατοικία, όπου βιώνει όλα τα προβλήματα της κοινής ζωής, τις ενοχλήσεις από τα άλλα διαμερίσματα και την ψυχική αποξένωση των ενοίκων.

Ζούμε στην εποχή του τσιμέντου και της πολυκατοικίας.

         Κι εγώ τώρα κάθουμαι σε πολυκατοικία. Έχω ένα εσωτερικό δυάρι στον τρίτο όροφο. Εσωτερικά τα λένε τώρα τα διαμερίσματα που δε βλέπουν στο δρόμο αλλά στην αυλή. Μα και η αυλή πια δε λέγεται αυλή αλλά ακάλυπτος χώρος.

         Στις περισσότερες απ' αυτές τις πολυκατοικίες, που χτίζονται η μια ύστερα απ' την άλλη, σπάνια θα δεις παράθυρο. Είναι όλο μπαλκονόπορτες και βγαίνουν σ' ένα μπαλκόνι που ζώνει την πολυκατοικία ένα γύρο και θυμίζει κατάστρωμα βαποριού. Έτσι λοιπόν, μπαλκονόπορτα και κάμαρα, και η κάθε κάμαρα μοιάζει διάδρομος. Πώς επιπλώνεται, πώς κατοικείται αυτός ο χώρος, δεν έχεις ανάγκη να το σκεφτείς εσύ. Το αποφάσισε προκαταβολικά ο αρχιτέκτονας. Σου έβαλε την πρίζα για την τηλεόραση εκεί που πρέπει να την τοποθετήσεις, σου έβαλε τις απλίκες* εκεί που θα μπει το «καθιστικό», δηλαδή ο καναπές, το χαμηλό τραπέζι και οι δυο τεράστιες πολυθρόνες της μόδας.

         Δεν υπάρχει κατάλληλη γωνιά για να εγκαταστήσει η νοικοκυρά την «κόχη» της. Εκεί που θα κουρνιάσει* να πιει το καφεδάκι της, να πάρει τη γάτα στην αγκαλιά της, και να αφουγκραστεί* την ανάσα του σπιτιού της. Ίσως γι' αυτό η σημερινή γυναίκα δεν αγαπά το σπίτι της. Ξένο πράμα. Όλα τυποποιημένα, όλα προμελετημένα.* Η απόσταση που μπορείς να απλώσεις το πόδι σου και το χέρι σου. Πόσο πρέπει να σκύψεις το κεφάλι σου όταν σηκώνεσαι όρθιος μέσα στην μπανιέρα, έτσι που να μην κουτουλήσεις στο σώμα του καλοριφέρ που κρέμεται στον τοίχο.

Αλέκος Κοντόπουλος, Αθήνα

Αλέκος Κοντόπουλος, Αθήνα

                  Αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Μέσα στις πολυκατοικίες οι άνθρωποι γίνανε αγγλοπρεπείς.* Βλέπεις κάποιον στη σκάλα ή στο ασανσέρ και δε σε χαιρετά. Στέκεται μπροστά σου σαν κολόνα πάγου, φοβάσαι να τον χαιρετήσεις κι εσύ. Δεν ξέρεις καλά καλά συγκάτοικος είναι ή ξένος. Έχασαν οι Ρωμιοί τη ρωμιοσύνη τους.

         Τα μούτρα των συγκατοίκων μου ας μην τα ξέρω. Ξέρω όμως τη φωνή τους, το βήχα τους. Ξέρω της διπλανής μου τον αναστεναγμό και το βογκητό. Βογκά τα βράδια όταν πέφτει στο κρεβάτι της, βογκά και τη νύχτα. Φαίνεται πως έχει άλατα στις κλειδώσεις της και πονεί. Κάθε πρωί στις έξι ακούω το ξυπνητήρι της. Όλα αυτά ακούονται γιατί το κρεβάτι της είναι δίπλα στο δικό μου και μας χωρίζει ένας τοίχος.

         Από το λουτροκαμπινέ συνορεύω με το διαμέρισμα που η πόρτα του είναι απέναντι στην πόρτα του δικού μου διαμερίσματος.

         Εκεί πάλι ακούς σπαραχτικές φωνές παιδιού. Κάθε πρωί η μητέρα του προσπαθεί να το ντύσει, εκείνο, αγουροξυπνημένο, αμύνεται, και φαίνεται πως το δέρνει.

         - Κυρία μου, φωνάζω εγώ από το παράθυρο του μπάνιου, αφήστε το παιδί να ηρεμήσει. Είναι σε ηλικία που πρέπει να μάθει να ντύνεται μόνο του.

         - Τι λες, κυρά μου; φωνάζει έξαλλη από μέσα η μητέρα. Εγώ πρέπει στις οχτώ να είμαι στη δουλειά μου. Ήρθε και το αυτοκίνητο του σχολείου να την πάρει, δεν το ακούτε στο δρόμο που κορνάρει;

         Πραγματικά, από το δρόμο ακούγεται το μπικ-μπικ του αυτοκινήτου. Δε μίλησα. Ήξερα από την Παναγιώτα την καθαρίστρια πως η μητέρα και ο πατέρας ήταν τραπεζικοί υπάλληλοι.

         Λίγες ώρες ησυχία, και το μεσημέρι πάλι φωνές παιδιού. Το αυτοκίνητο του σχολείου έφτασε, όμως η μητέρα άργησε, και ο σωφέρ δεν μπορεί ν' αφήσει το παιδί στο πεζοδρόμιο. Το παίρνει μαζί του και ξεκινά. Το παιδί από μέσα ωρύεται.*

         Για κανένα μήνα ησύχασα όταν το αντρόγυνο πήρε την άδειά του την καλοκαιρινή. Ξεκίνησαν οι δυο με τ' αυτοκίνητό τους για το εξωτερικό και το κοριτσάκι το άφησαν στη γιαγιά του που έμενε στο Χαϊδάρι. Μια μέρα, από τις φωνές του παιδιού και της μητέρας, κατάλαβα πως η άδεια τελείωσε. Γύρισαν πίσω. Ακούω ένα βράδυ σπαραχτικές φωνές παιδιού, φωνές πόνου.

         - Φά' το! φά' το είπα! Δεν το τρως;

         Σε λίγο η σπαραχτική φωνή πάλι.

         - Άνοιξε το στόμα σου! Θα σε μπατσίσω!

         Και πάλι η φωνή.

         Δε βάσταξα. Πετιέμαι έξω, μ' αρπάζει η Νέλλη,* με τραβοκοπά.

         - Πού πας;

         - Πάω να πιάσω την πόρτα τους με τις κλοτσιές. Άσε με.

         - Τρελάθηκες;

         Ναι, πραγματικά τρελάθηκα. Σκέφτομαι σε ποιον ν' αποταθώ.* Στην Αστυνομία; Σε κανένα σύλλογο; Φωνάζω την Παναγιώτα και τη ρωτώ τι συμβαίνει.

         - Το παιδάκι από τον καιρό που γύρισαν πίσω δεν τρώει τίποτα. Έγινε πετσί και κόκαλο. Το κακόμαθε η γιαγιά του φαίνεται.

         Οι Γάλλοι λένε: Les enfants, quand ils sont petits, ils nous aiment. Quand ils grandissent, ils nous jugent, et parfois ils nous pardonnent, Τα παιδιά, όταν είναι μικρά μας αγαπάνε, όταν μεγαλώνουν μας κρίνουνε, και καμιά φορά μάς συγχωρούνε.

         Αυτή η μικρούλα, φαίνεται, μεγάλωσε πριν από την ώρα της, έκρινε τη μητέρα της και δεν τη συγχώρεσε ούτε για το ξύλο ούτε για την εγκατάλειψη. Την εκδικείται, πώς αλλιώς μπορεί να την εκδικηθεί. Έχουν την αξιοπρέπειά τους και τα παιδιά.

         Η ζωή μου μέσα σ' αυτή την πολυκατοικία είχε καταντήσει αφόρητη. Ευτυχώς όμως η οικογένεια αγόρασε δικό της διαμέρισμα και μετακόμισε. Το διαμέρισμα ξανανοικιάστηκε πολύ γρήγορα. Το έπιασε ένας εργένης και ησυχάσαμε.

Μ. Ιορδανίδου, Η αυλή μας,

Βιβλιοπωλείον της Εστίας

img

Μάριος Χάκκας, «Ο μπιντές» (διήγημα)  Νίκος Χουλιαράς, «Το άλμπατρος του δωματίου» (απόσπασμα)


* απλίκες: φωτιστικά που στερεώνονται στον τοίχο * θα κουρνιάσει: θα κάτσει ήσυχα, θα ηρεμήσει * να αφουγκραστεί: να ακούσει * προμελετημένα: σχεδιασμένα και προαποφασισμένα * αγγλοπρεπείς: απέκτησαν ξενικές συνήθειες, έγιναν τυπικοί * ωρύεται: κλαίει και κραυγάζει * Νέλλη: η κόρη της αφηγήτριας * ν' αποταθώ: να απευθυνθώ




Πηγή: https://sites.google.com/site/blogotexnia/extra-credit/phylloergasiassteniordanidou



Γλυκό του κουταλιού

  Γλυκό του κουταλιού           Μεγάλο μέρος της ποίησης του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη απηχεί το ιστορικό γεγονός της τουρκικής ει...