Τα παιδιά των φαναριών
Λιανός Θεόδωρος Π. , εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ , 16/08/1998
Τα φανάρια που ρυθμίζουν την κυκλοφορία στους δρόμους της Αττικής έχουν μετατρέψει αυτά τα σημεία των δρόμων σε μια ιδιόμορφη αγορά. Όσο διαρκεί το κόκκινο, αρκετά νεαρά κυρίως άτομα προσφέρουν στους οδηγούς των σταματημένων αυτοκινήτων διάφορα αγαθά και υπηρεσίες. Αλλοι προσφέρουν λουλούδια σε χαμηλή τιμή, άλλοι προσφέρονται να σου καθαρίσουν το μπροστινό τζάμι για ό,τι ποσό έχεις την ευχαρίστηση να δώσεις, άλλοι επιδεικνύουν ακρωτηριασμένα μέλη του σώματός τους ζητώντας την βοήθεια των εποχουμένων. Μαζί με αυτούς, μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με κατάλληλη για την περίπτωση εμφάνιση, δηλαδή βρώμικα, αχτένιστα και κακοντυμένα, ζητούν τον οβολό σας.
Η τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή, των μικρών παιδιών έχει προκαλέσει ένα ερώτημα στο οποίο έχουν δοθεί δύο αντίθετες απαντήσεις. Το ερώτημα είναι: πρέπει κανείς να βοηθάει τα μικρά αυτά παιδιά δίδοντας ένα μικροποσόν, ή όχι; Η μια απάντηση είναι αρνητική και υποστηρίζει ότι η επαιτεία είναι κοινωνικό φαινόμενο και πρέπει να αντιμετωπισθεί από την πολιτεία, όχι ατομικά από τον κάθε πολίτη. Αν μια κοινωνία είναι συγκροτημένη με τρόπο που επιτρέπει, ή προκαλεί φαινόμενα επαιτείας, τότε η λύση δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από την εξέταση και την εξαφάνιση των μηχανισμών που την προκαλούν, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό.
Η άλλη απάντηση είναι θετική, και υποστηρίζει ότι η κοινωνία ως σύνολο δεν θα μπορέσει ποτέ να εξαφανίσει την επαιτεία. Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν δυνάμεις και μηχανισμοί που φέρνουν οικογένειες και άτομα σε κατάσταση απελπισίας, μια δε διέξοδος είναι η, προσωρινή έστω, αναζήτηση βοήθειας μέσω της επαιτείας. Επιπλέον, ανεξαρτήτως των λόγων που εξωθούν ένα άτομο στην επαιτεία, η απλή ανθρώπινη συμπόνια για τα πάθη ενός συνανθρώπου, και ιδιαίτερα ενός μικρού παιδιού, είναι αρκετή για να οδηγήσει κάποιον στην απόφαση να προσφέρει την ασήμαντη γι' αυτόν βοήθεια.
Είναι φανερό ότι και οι δύο απαντήσεις έχουν ισχυρή βάση. Τα επιχειρήματα της μιας άποψης δεν αναιρούν τα επιχειρήματα της άλλης. Ο κάθε πολίτης μπορεί να κρίνει και να αποφασίσει, αν θα δώσει ή αν θα αρνηθεί τη μικρή του βοήθεια στην περίπτωση που ανέφερα, δηλαδή αυτής των παιδιών των φαναριών, όπως έχουν χαρακτηρισθεί.
Έχω όμως την εντύπωση ότι η επαιτεία που παρατηρούμε να λαβαίνει χώρα στις γωνιές των οδών, όπου υπάρχουν φανάρια κυκλοφορίας, αλλά και γενικά, δεν έχει καμιά σχέση με την επαιτεία για την οποία τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν πιο πάνωέχουν ισχύ. Η επαιτεία που παρατηρούμε δεν είναι αποτέλεσμα και έκφραση καταστάσεων, π.χ. ανεργίας, φτώχειας κ.ο.κ., που φέρνουν διάφορα άτομα σε κατάσταση απελπισίας. Αντίθετα, πιστεύω ότι είναι μια εξαιρετικά κερδοφόρος δραστηριότητα. Τα παιδιά των φαναριών δεν ζητιανεύουν επειδή πεινούν, αλλά επειδή αποτελούν ένα αποτελεσματικό σημείο επαφής ενός διεφθαρμένου επιχειρηματικού κυκλώματος με το καταναλωτικό του κοινό, δηλαδή, με εμάς.
Τα παιδιά των φαναριών
Υπάρχουν διάφορα στοιχεία που βεβαιώνουν ότι η επαιτεία των παιδιών είναι οργανωμένη επιχείρηση. Πρώτον, έχουν συγκεκριμένα στέκια-φανάρια, στα οποία εναλλάσσονται. Δεύτερον, ζητούν το ίδιο ποσόν χρηματικής βοήθειας, ένα «πενηντάρι». Τρίτον, όσα δεν ζητούν βοήθεια προφορικά, κρατούν ταμπελίτσες γραμμένες με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, κτλ. Η επιχείρηση πρέπει να είναι εξαιρετικά προσοδοφόρος, αν κρίνει κανείς από την απότομη αύξηση της επαιτείας, τα τελευταία χρόνια, πράγμα που δείχνει ταυτόχρονα ότι οι κάτοικοι της Αθήνας και των προαστίων είναι άνθρωποι του Θεού και πολύ ελεήμονες.
Η δομή των επιχειρήσεων επαιτείας παρουσιάζει ποικιλία και ενδιαφέρον. Αλλες είναι οικογενειακές επιχειρήσεις στενού κύκλου, δηλαδή γονείς και παιδιά. Αλλες οικογενειακές επιχειρήσεις, ευρύτερου κύκλου, δηλαδή συγγενικές οικογένειες με συμμετοχή γονέων, παιδιών, εξαδέλφων κ.ο.κ. Το ένα παιδί ζητιανεύει, π.χ. γωνία Πατησίων και Κοδριγκτώνος και το εξαδελφάκι του, στην Πλατεία Βικτωρίας. Όπως έχει φανεί από τα αστυνομικά δελτία, υπάρχουν και επιχειρήσεις με ευρύτατα κυκλώματα εκμετάλλευσης μικρών παιδιών, με τεράστια κέρδη και εγκληματική δραστηριότητα και σε άλλους «κλάδους».
Οι παραπάνω αναφορές έχουν σκοπό να πείσουν τον αναγνώστη ότι τα επιχειρήματα των δύο αντίθετων απόψεων που προανέφερα είναι άσχετα με την σημερινή πραγματικότητα. Όποιος δίνει «βοήθεια» στους ζητιάνους και στα ζητιανάκια γίνεται, χωρίς να το θέλει και χωρίς να το ξέρει, συνεργός σε μια εγκληματική δραστηριότητα, ενώ φυσικά οι προθέσεις του είναι εντελώς διαφορετικές.Τα παιδιά των φαναριών
Λιανός Θεόδωρος Π. , εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ , 16/08/1998
Σχόλια: Το ποίημα χαρακτηρίζεται κοινωνικό-ρεαλιστικό, καθώς η ποιήτρια θίγει ένα σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα, αυτό των παιδιών των φαναριών που δουλεύουν εξαντλητικά και είναι αναγκασμένα να ζουν σ' έναν ανάλγητο και αφιλόξενο κόσμο.Το θέμα παρουσιάζεται με εικόνες που περιγράφουν την πραγματικότητα του παιδιού με ακρίβεια, χωρίς φιλοσοφικές γενικεύσεις.
Τίτλος
Ο τίτλος είναι παραπλανητικός. (θα ταίριαζε ίσως σε ένα νανούρισμα). Το ποίημα όμως είναι εμπνευσμένο από τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής μας που αναγκάζει παιδιά πρόσφυγες και μετανάστες να ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους.
Τίτλος
Ο τίτλος είναι παραπλανητικός. (θα ταίριαζε ίσως σε ένα νανούρισμα). Το ποίημα όμως είναι εμπνευσμένο από τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής μας που αναγκάζει παιδιά πρόσφυγες και μετανάστες να ζουν σε συνθήκες εξαθλίωσης για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους.
i) Περιεχόμενο και νοηματικά κέντρα
Από τον τίτλο του ποιήματος Για ένα παιδί που κοιμάται προετοιμαζόμαστε για κάτι ευχάριστο, ίσως για έναν ύμνο στη γαλήνη του παιδικού ύπνου ή τα ατελείωτα όνειρα που μπορεί να σκαρώνει ένα παιδί όταν κοιμάται. Το θέμα όμως του ποιήματος μας προσγειώνει σε μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα: σ’ εκείνη των παιδιών των οικονομικών μεταναστών, που είναι αναγκασμένα να κάνουν μία άθλια εργασία ερχόμενοι στην Ελλάδα, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Το κοινωνικό πρόβλημα των «παιδιών των φαναριών» είναι ένα λεπτό ζήτημα, που απασχολεί τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Ο μικρός ήρωας του ποιήματος γνωρίζει από την πατρίδα του κάποια ελληνικά, γι’ αυτό πρέπει να κατάγεται από τον ελληνισμό που βρίσκεται εγκατεστημένος στις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Βρίσκεται μόνος του στην Ελλάδα και δεν έχει πού να μείνει κι έτσι καταφεύγει στο μηχανοστάσιο ενός εργοστασίου για να κοιμηθεί. Τα μόνα οικεία πράγματα είναι γι’ αυτόν οι μηχανές του εργοστασίου, που σκύβουν με φροντίδα από πάνω του και προστατεύουν με την παρουσία τους τον ύπνο του. Οι μηχανές αντιπροσωπεύουν τα εργαλεία των εργατών και συνεπώς συμβολίζουν το χειρωνακτικό μόχθο. Είναι οι μόνες, αν και άψυχες, που μπορούν να νιώσουν την κούραση του μικρού παιδιού και φροντίζουν για την ξεκούρασή του.
ii) Νοηματική απόδοση
1η ενότητα, α΄υποενότητα, στιχ.1-8:
Μόλις πέφτει η νύχτα στους δρόμους, η κυκλοφορία των αυτοκινήτων αραιώνει και η δουλειά του μικρού παιδιού στα φανάρια σταματά. Είναι η ώρα της ξεκούρασης από το μόχθο όλης της μέρας. Το μικρό παιδί καταφεύγει στο μηχανοστάσιο ενός εργοστασίου για να κοιμηθεί. Τα φώτα του εργοστασίου είναι αναμμένα και οι μηχανές σκύβουν πάνω από το κοιμισμένο παιδί και προσέχουν ο ύπνος του να είναι αδιάσπαστος και γαλήνιος. Βρίσκονται κι εκείνες σε ώρα ανάπαυσης από τη δουλειά και αγρυπνούν πάνω από το κουρασμένο παιδί. Το βλέπουμε να είναι σκεπασμένο με το παλτό του αδερφού του.
1η ενότητα, β΄υποενότητα, στιχ. 9-15: Όλη την ημέρα, η δουλειά του είναι πολύ κοπιαστική. Πρέπει να περιμένει κάθε φορά το κόκκινο φανάρι ν’ ανάψει και, μέχρι να το διαδεχτεί το πράσινο, εκείνο σκουπίζει τα τζάμια των αυτοκινήτων που σταματούν. Η δουλειά του πρέπει να γί- νει γρήγορα και η αμοιβή του άλλοτε είναι τα λιγοστά χρήματα των οδη- γών κι άλλοτε η οργισμένη αποδοκιμασία τους για το είδος της εργασίας του. Με τα πενιχρά του κέρδη εξασφαλίζει το φαγητό του και τον ύπνο του στο μηχανοστάσιο του εργοστασίου, τα στοιχειώδη για την επιβίω- σή του. 2η ενότητα, στιχ.16-25: Κάτω από τις σκληρές αυτές συνθήκες της παιδικής εργασίας του, δύσκολα ανασύρονται από τη μνήμη του οι ανα- μνήσεις από την πατρίδα του και το πατρικό του σπίτι, οι φροντίδες της μητέρας του και τα λόγια του δασκάλου του. Τα λιγοστά ελληνικά που του έμαθε ο δάσκαλός του φαντάζουν πολύ διαφορετικά από την πραγ- ματικότητα που έχει να αντιμετωπίσει τώρα. Δε συνάντησε ούτε την ομορφιά των βοτσάλων της απέραντης και γαλάζιας θάλασσας ούτε το ρωμαλέο καλπασμό του αλόγου ενός γενναίου πολεμιστή. 3η ενότητα, στιχ. 26 – 30:Τα μόνα πράγματα που συνάντησε σ΄ αυ- τήν εδώ τη χώρα που ήρθε να δουλέψει, είναι τα λίγα χρήματα που κα ταφέρνει με τόσο κόπο να κερδίζει και η σκληρή απαξίωση στα μάτια των πελατών του για τη δουλειά που αναγκάζεται να κάνει. Το μόνο που νιώθει να είναι φιλικό και να τον καλοδέχεται, είναι ο θόρυβος της σκάρας του μηχανοστασίου, όπου πάει και φωλιάζει για να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί από τον κόπο της σκληρής δουλειάς του. iii) Χαρακτηρισμός πρωταγωνιστών / ηρώων Το μικρό παιδί: Ήρωας του ποιήματος είναι ο μικρός οικονομικός μετανάστης, που έχει βρεθεί στη χώρα μας για να δουλέψει. Μόνος του, σε ξένη χώρα, χωρίς την προστασία των συγγενικών του προσώπων έρχεται αντιμέτωπος με μία πραγματικότητα, που κάθε άλλο παρά κατάλ- ληλη είναι για ένα μικρό παιδί. Οι σκληρές συνθήκες της επιβίωσής του και η μοναξιά του δεν του επιτρέπουν να αναλύει την κατάσταση που έχει να αντιμετωπίσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αντι- μετωπίσει πρακτικά. Η καθημερινή βιοπάλη και η απαξίωση που δέχεται από το κοινωνικό σύνολο για το είδος της δουλειάς του και για την ξενική του καταγωγή, τον κάνουν σχεδόν να ξεχνά την προηγούμενη ζωή του στην πατρίδα του, κοντά στη μητέρα του. Οι αναμνήσεις του, σίγουρα πιο ευτυχισμένες από τη σκληρή πραγματικότητα του παρό- ντος, γίνονται όλο και πιο αμυδρές. Και τα διδάγματα του δασκάλου του για την ομορφιά και το μεγαλείο του ελληνικού ηρωισμού δεν έχουν καμία θέση στη δική του καθημερινότητα. Εκείνα που καθορίζουν τη δική του ύπαρξη είναι η καθημερινή αγωνία για τα λιγοστά κέρματα που θα μπουν στην τσέπη του και το αίσθημα κοινωνικής απόρριψης που εισπράττει με τα προσβλητικά βλέμματα των περαστικών οδηγών. Μία απόρριψη, που κανείς δεν έχει σκεφτεί ότι την απευθύνει σε ένα παιδί, που παλεύει μόνο του και δεν έχει κανέναν να το στηρίξει και να το βοηθήσει να μεγαλώσει όπως αξίζει να μεγαλώσει κάθε παιδί. Το μοναδικό του καταφύγιο είναι το μηχανοστάσιο του εργοστασίου και η μόνη του χαρά η ξεκούρασή του από τον καθημερινό του μόχθο. Μόνο εδώ νιώθει καλοδεχούμενος και προστατευμένος από τα φιλικά και εγκάρδια βλέμματα των άψυχων μηχανών
Νοηματικές ενότητες / Επιμέρους πλαγιότιτλοι
1η ενότητα, στιχ. 1-15 «Νύχτα….να κοιμάται εκεί μέσα»: Η σκληρή εργασία του μικρού παιδιού στα φανάρια.
1η ενότητα, α΄υποενότητα, στιχ. 1-8 «Νύχτα….Ξεκουράζεται»: Το εργαζόμενο παιδί ξεκουράζεται στο μηχανοστάσιο του εργοστασίου.
1η ενότητα, β΄υποενότητα, στιχ. 9-15 «Όλη τη μέρα δουλεύει... εκεί μέσα»: Η σκληρή καθημερινή δουλειά του στα φανάρια.
2η ενότητα, στιχ. 16-25 «Τα χιονισμένα βουνά…ανίκητου στρατηλά- τη»: Οι αμυδρές αναμνήσεις του σπιτιού του και της μάνας του. 3η ενότητα, στιχ. 26 -30 «Αλλά, να … το θερμό ατμό»: Η σκληρή πραγματικότητα της βιοπάλης διαφέρει τελείως απ’ ό,τι φανταζόταν. Στιχουργική ανάλυση
Το ποίημα είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο και αποτελείται από τρεις στροφές. Η πρώτη στροφή αποτελείται από δεκαπέντε στίχους, η δεύτερη από έντεκα, ενώ η τρίτη από τέσσερις. Βαθμιαία λοιπόν οι στίχοι μειώνονται.
Οι χρονικοί προσδιορισμοί σπάζουν νοηματικά την πρώτη στροφή στη μέση, «Νύχτα» - «Όλη τη μέρα», αντιδιαστέλλοντας τα δυο τμήματα της καθημερινότητας του παιδιού. Στον όγδοο στίχο της πρώτης στροφής, με τη μείωση των συλλαβών σε πέντε και τη χρήση του ρήματος χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό «Ξεκουράζεται» επικεντρώνεται η προσοχή του αναγνώστη και αναδεικνύεται η σημασία του. Με τον ίδιο τρόπο, εστιάζεται η προσοχή και στον εικοστό στίχο, πάλι με τη μείωση των συλλαβών σε πέντε - «Μόλις θυμάται» - και τη χρήση του ρήματος με τη συνοδεία ενός χρονικού προσδιορισμού. Παρατηρείται παρήχηση του «σ» και του «κ» («Κίνηση», «αραιή στη…», «Μες στο κλειστό», «το φωτισμένο εργοστάσιο»).
Ο αφηγητής
Προσωποποιήσεις / Μεταφορές: στιχ. 3-4 «Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες», «Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες», στιχ. 11 «Εισπράττει … την εύλογη αγανάκτηση», στιχ. 30 «Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό».
Παρομοιώσεις: στιχ. 4 «Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες», στιχ. 23 «Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας», στιχ. 24-25 «Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου - Ενός ανίκητου στρατηλάτη», στιχ. 26 «Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη», στιχ. 27 «Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη», στιχ. 29 «Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας».
Ασύνδετο σχήμα: στιχ. 16-20 «Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,…που πληρωνότανε με γάλα…», στιχ. 23-27 «Όχι σαν βότσαλα γυα- λιστερά μεγάλης θάλασσας… ενός ανίκητου στρατηλάτη».
Εικόνες (Περιγραφές προσώπων, τοπίων, αντικειμένων): στιχ. 2-7 «Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο …Ξεκουράζεται», στιχ. 8- 11 «Όλη τη μέρα δουλεύει … Περιμένει το επόμενο φανάρι», στιχ. 16-20 «Τα χιονισμένα βουνά…Μόλις θυμάται», στιχ. 23-25 «Όχι σαν βότσαλα.γυαλιστερά…Ενός ανίκητου στρατηλάτη», στιχ. 26-30 «Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη…Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό». Αντιθέσεις (Λεκτικές / Νοηματικές): στιχ. 3 «αποσταμένες» - «άγρυπνες», στιχ. 4 «άκακοι» - «γίγαντες», στιχ. 11 «Εισπράττει κέρματα» - «την εύλογη αγανάκτηση», στιχ. 21-22 «Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του» - «Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα», στιχ. 23-25 & 26- 30 «Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας…Ενός ανίκητου στρατηλάτη» - «Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη …Που όλο ανεβά- ζει το θερμό ατμό».
Παρηχήσεις του «σ», του «ρ», του «τ» και του «κ»: στιχ. 1 «κίνηση», «αραιή», «στη», στιχ. 2 «Μες», «στο», «κλειστό», «φωτισμένο», «εργοστάσιο», στιχ. 3 «μηχανές», «αποσταμένες», «άγρυπνες», στιχ. 4 «σαν», «άκακοι», «γίγαντες», στιχ. 5 «Στριμωγμένος», στιχ. 6 «Κοντά», «στη», «σκάρα», στιχ. 7 «σκεπασμένος», στιχ. 8 «Ξεκουράζεται», στιχ. 10 «Σκουπίζει», «τζάμια», «βιαστικά», «κόκκινο», στιχ. 11 «Εισπράττει», «κέρματα», «αγανάκτηση», στιχ. 13 «Τίμια», «κερδίζει», «έτσι», στιχ. 14, «Και», «νυχτοφύλακα», στιχ. 15 «κοιμάται» «εκεί», «μέσα», στιχ. 16 «χιονισμένα», «της», «πατρίδας», στιχ. 17 «της», «μάνας», στιχ. 18 «Γυ- ναίκειο», «κρύο», στιχ. 19 «δάσκαλο», στιχ. 20 «Μόλις», στιχ. 21 «κά- τι», «ελληνικά», «στόμα», στιχ. 22 «ακούγονται», «αλλιώτικα», στιχ. 23 «σαν», «βότσαλα», «γυαλιστερά», «μεγάλης», «θάλασσας», στιχ. 24 «ποδοβολητό», στιχ. 25 «Ενός», «ανίκητου», «στρατηλάτη», στιχ. 26 «κέρματα», «στην», «τσέπη» κ.α.
iv) Γλώσσα Με απλότητα και ρεαλισμό περιγράφεται η ζωή του μικρού μετανάστη. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι λιτή και καθημερινή, αφήνει τα πράγματα να μιλήσουν από μόνα τους. Κυριαρχεί η χρήση του ρήματος σε χρόνο ενεστώτα και πρόσωπο γ΄ ενικό, για να περιγράψει την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα του εργαζόμενου παιδιού («δου- λεύει», «σκουπίζει», «εισπράττει», «περιμένει», «κερδίζει») και την ξεκούρασή του τη νύχτα. Η χρήση του παρατατικού περιορίζεται στις αμυδρές αναμνήσεις από το παιδικό του παρελθόν στην πατρίδα του. Με επίθετα αποδίδονται ανθρώπινα χαρακτηριστικά στις μηχανές και η χρήση των μετοχών μας περιγράφει το φτωχό βόλεμα του παιδιού για να κοιμηθεί. Οι σύντομοι χρονικοί προσδιορισμοί («Νύχτα», «Όλη τη μέρα») χωρίζουν την ημέρα στα δύο και αντιδιαστέλλουν την ανάγκη για ξεκούραση προς το μόχθο της σκληρής εργασίας κατά τη διάρκεια της μέρας.Οι εντυπώσεις με τις οποίες έφτασε ο μικρός μετανάστης στην Ελλά δα μας δίνονται μέσα από απανωτές παρομοιώσεις («Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας», «Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου…») για να αντιπαραβληθούν, πάλι με τη μορφή παρομοιώσεων – ίσως για να απαλύνουν κάπως τη σκληρότητα της πραγματικότητας –με την καθημερινότητα την οποία έχει να αντιμετωπίσει («Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη», «Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη», «Καμιά φορά πιο εγκάρδια - Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας»). --
1. Περιγράψτε πώς περνάει τη μέρα και τη νύκτα του το παιδί.
Το παιδί περνά ολόκληρη τη μέρα του προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα χρήματα που θα του προσφέρουν φαγητό αλλά και τη νοικιασμένη στέγασή του στο εργοστάσιο όπου βρίσκει κατάλυμα κάθε βράδυ. Περιπλανιέται στους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης, στων οποίων τα φανάρια στέκεται και σκουπίζει τα παρμπρίζ των σταματημένων οχημάτων όταν ανάβει το κόκκινο φανάρι. Βιάζεται να προλάβει όσα περισσότερα μπορεί, καθώς κάποιοι οδηγοί τον βοηθούν οικονομικά, συγκινημένοι από την τίμια προσπάθειά του να επιβιώσει, ενώ άλλοι αγανακτούν, κάποτε δικαιολογημένα, εξαιτίας της επιμονής του να καθαρίσει τα τζάμια τους τη στιγμή που εκείνοι τρέχουν πανικόβλητοι να προλάβουν τις δουλειές τους μέσα στο καθημερινό άγχος. Όταν βραδιάσει και πέσει η κίνηση των αυτοκινήτων στις λεωφόρους, έρχεται η ώρα να αποσυρθεί στο εργοστάσιο, όπου πληρώνει στο νυχτοφύλακα ένα μικρό μερίδιο των απολαβών του, για να του επιτρέψει να κοιμηθεί σε μια γωνιά. Τότε, αναλογίζεται το παρελθόν του και κάνει απολογισμό των σκληρών καθημερινών του βιωμάτων. Αναπολεί τα χιονισμένα τοπία της πατρίδας του, τη χαμένη μητρική φροντίδα, το δάσκαλό του, που πενιχρά ζούσε κι εκείνος στον τόπο τους, και τη κακοτράχηλη ζωή του στη σύγχρονη ελληνική πολιτεία. Κλείνει τα μάτια του και με τη ζεστασιά του παλτού που του έχει απομείνει από τον αδελφό του και τους θερμούς ατμούς των μηχανών αποκοιμιέται κάνοντας συγκρίσεις ανάμεσα στην τραχύτητα των καταστάσεων στην πατρίδα του και στον καινούργιο τόπο που τον φιλοξενεί, έστω και φτωχικά.
2. Το ποίημα αναφέρεται σε δύο χρονικά επίπεδα και χωρίζεται σε δύο αφηγηματικά μέρη. Ποια είναι αυτά και τι περιλαμβάνει το καθένα;
Τα αφηγηματικά επίπεδα του ποιήματος ταυτίζονται με τις δύο βασικότερες φάσεις της ζωής του παιδιού: εκείνη του παρελθόντος στην πατρίδα του (μάλλον τα ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου) και την τωρινή στη μεγάλη ελληνική πόλη. Το πρώτο χρονικό επίπεδο, το παρελθόν του, συνδέεται με την ανάμνηση των χιονισμένων τοπίων της Ρωσίας, με την αγκαλιά της μητέρας του, που προσπαθούσε να τον προφυλάξει από το κρύο με το μαντίλι της και με τη διδασκαλία των πρώτων ελληνικών φράσεων από το φτωχό δάσκαλό του, που απέπνεαν τότε τόση ζεστασιά για το παιδί. Το δεύτερο χρονικό επίπεδο, το παρόν του, επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής αφήγησης και αποτελείται από τα σκληρά βιώματα της τωρινής του ιδιότητας ως ανήλικου μετανάστη σε ξένη χώρα, απογυμνωμένουοικογενειακή ή άλλη συγγενική παρουσία και φυσικά στερημένου από την παραμικρή συναισθηματική ασφάλεια. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί, εύλογα, η οικονομική ανέχεια και η καθημερινή μάχη του παιδιού να συγκεντρώσει χρήματα για να επιβιώσει. Η μοναξιά είναι εμφανής, καθώς η μόνη του συντροφιά είναι το παλτό του αδελφού του, που το έχει πάντα μαζί του τα βράδια για να ζεσταίνεται, και οι πικρές αναμνήσεις του. Κάθε μέρα του στην ξένη και αφιλόξενη πόλη του προσφέρει παρόμοιες θλιβερές εμπειρίες, γιατί κάποιοι οδηγοί συμπονούν την κατάστασή του και τον βοηθούν οικονομικά και άλλοι τον αποπαίρνουν για την ενόχληση που τους ασκεί επιμένοντας να τους καθαρίσει τα παρμπρίζ στα φανάρια. Τη νύχτα αποσύρεται στο εργοστάσιο, όπου και εκεί πληρώνει ‘ενοίκιο’ στο νυχτοφύλακα, για να μπορεί να έχει ένα βραδινό κατάλυμα.
3. Ποια σχέση φαίνεται να έχει με την ελληνική γλώσσα το παιδί; Αιτιολογήστε την απάντησή σας βρίσκοντας και άλλες εκφράσεις του κειμένου που αποτυπώνουν τη συναισθηματική του κατάσταση.
Η ποιήτρια συνδέει την πικρία που νιώθει το παιδί για τη σκληρή ζωή του τότε και του τώρα με την αίσθηση που έχει για την ελληνική γλώσσα από τις χρονικές αυτές περιόδους. Από το παρελθόν του ανασύρει τη μακρινή μνήμη της πρώτης του επαφής με την ελληνική γλώσσα μέσα από τον εξασθενημένο οικονομικά δάσκαλό του αλλά και από τα ακούσματά του από τους Έλληνες της διασποράς στα ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου («Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα Μόλις θυμάται», «Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα»). Λόγω των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης εκείνων των χρόνων, η ποιήτρια κάνει αναπόφευκτα τη σύγκριση ανάμεσα στο απλό αλλά θαυμαστό μεγαλείο της γλώσσας που υμνεί ο Ελύτης ή της κοινής ελληνιστικής που επέβαλε ο Μέγας Αλέξανδρος στα βάθη της Ανατολής με τις πρώτες ελληνικές φράσεις που άκουσε το παιδί και που εκδήλωναν τις ταλαιπωρίες των Ελλήνων της διασποράς στα άλλοτε ενωμένα ανατολικά κράτη («Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά ... ανίκητου στρατηλάτη»). Η σύγκριση συνεχίζεται και στο παρόν του μικρού ήρωα, αλλά σε αυτή τη φάση γίνεται με τα τωρινά του ακούσματα από τις αγανακτισμένες απαντήσεις των θυμωμένων οδηγών που τον αποπαίρνουν όταν πηγαίνει να καθαρίσει τα τζάμια τους, για να για να εξοικονομήσει τίμια κάποια χρήματα («Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη»). Η οργή και η ήπια ή άτεγκτη περιθωριοποίησή του γίνεται μέσω της ελληνικής γλώσσας («Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη. Καμιά φορά πιο εγκάρδια»), την οποία παρακολουθεί να μεταχειρίζονται οι κάτοικοι της χώρας που τον φιλοξενεί στο περιθώριο και εμφανώς χωρίς να το θέλει η ίδια («Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας ... »).
4. Βρείτε στο κείμενο εικόνες που δείχνουν α) τη στερημένη ζωή β) τον αγώνα για την επιβίωση που δίνει καθημερινά το παιδί.
Οι εικόνες του ποιήματος που φανερώνουν τη στερημένη ζωή του παιδιού είναι: στιχ. 3-8 «Οι μηχανές ... σκεπασμένος Ξεκουράζεται». Το παιδί κουλουριάζεται μέσα στο παλτό του αδελφού του πάνω στη σχάρα όπου καταλήγουν οι θερμοί ατμοί των μηχανών, για να βρει τη ζεστασιά που τόσο του λείπει. στιχ. 11-15, 29-30 «Εισπράττει κέρματα... να κοιμάται εκεί μέσα», «Σαν τούτο δω το βουητό ... το θερμό ατμό». Καθαρίζοντας τα παρμπρίζ των περαστικών οχημάτων στα φανάρια, κερδίζει ελάχιστα χρήματα, για να φάει και να πληρώσει το νυχτοφύλακα του εργοστασίου που τον αφήνει να κοιμάται μέσα σε αυτό. Επομένως, του λείπει η σωστή σίτιση και φυσικά η μόνιμη και αξιοπρεπής στέγη και παλεύει καθημερινά, για να έχει υποτυπώδεις μορφές και των δύο αυτών αναγκαίων αγαθών. στιχ. 17-18 «Τα χέρια της μάνας του ... για το κρύο». Στερείται ακόμη και το οικογενειακό χάδι, τη στοργή και τη φροντίδα που κάθε παιδί έχει απόλυτη ανάγκη. Είναι απομονωμένο συναισθηματικά και, συνεπώς, καταρρακωμένο από τις καθημερινές απογοητεύσεις και δυσκολίες. στιχ. 27-28 «Σαν το φτύσιμο ... πιο εγκάρδια». Παραγκωνίζεται και αντιμετωπίζει τη σκληρότητα των ντόπιων ως ύποπτος και ανεπιθύμητος αλλοδαπός μετανάστης, μένοντας έτσι στο περιθώριο και γνωρίζοντας, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις επιείκειας, τον κοινωνικό αποκλεισμό.
1. Η Δήμητρα Χριστοδούλου ανήκει στην ποιητική γενιά του 1970 και απαντώνται στο έργο της χαρακτηριστικά της νεοτερικής ποίησης. Να τα εντοπίσετε στο ποίημα.
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΓΡΑΦΗ
Να περιγράψετε πώς νιώσατε διαβάζοντας το ποίημα και να εκφράσετε τις
απόψεις σας για το θέμα της παιδικής εργασίας.
Από τον τίτλο του ποιήματος Για ένα παιδί που κοιμάται προετοιμαζόμαστε για κάτι ευχάριστο, ίσως για έναν ύμνο στη γαλήνη του παιδικού ύπνου ή τα ατελείωτα όνειρα που μπορεί να σκαρώνει ένα παιδί όταν κοιμάται. Το θέμα όμως του ποιήματος μας προσγειώνει σε μία εντελώς διαφορετική πραγματικότητα: σ’ εκείνη των παιδιών των οικονομικών μεταναστών, που είναι αναγκασμένα να κάνουν μία άθλια εργασία ερχόμενοι στην Ελλάδα, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα απολύτως απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Το κοινωνικό πρόβλημα των «παιδιών των φαναριών» είναι ένα λεπτό ζήτημα, που απασχολεί τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Ο μικρός ήρωας του ποιήματος γνωρίζει από την πατρίδα του κάποια ελληνικά, γι’ αυτό πρέπει να κατάγεται από τον ελληνισμό που βρίσκεται εγκατεστημένος στις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Βρίσκεται μόνος του στην Ελλάδα και δεν έχει πού να μείνει κι έτσι καταφεύγει στο μηχανοστάσιο ενός εργοστασίου για να κοιμηθεί. Τα μόνα οικεία πράγματα είναι γι’ αυτόν οι μηχανές του εργοστασίου, που σκύβουν με φροντίδα από πάνω του και προστατεύουν με την παρουσία τους τον ύπνο του. Οι μηχανές αντιπροσωπεύουν τα εργαλεία των εργατών και συνεπώς συμβολίζουν το χειρωνακτικό μόχθο. Είναι οι μόνες, αν και άψυχες, που μπορούν να νιώσουν την κούραση του μικρού παιδιού και φροντίζουν για την ξεκούρασή του.
ii) Νοηματική απόδοση
1η ενότητα, α΄υποενότητα, στιχ.1-8:
Μόλις πέφτει η νύχτα στους δρόμους, η κυκλοφορία των αυτοκινήτων αραιώνει και η δουλειά του μικρού παιδιού στα φανάρια σταματά. Είναι η ώρα της ξεκούρασης από το μόχθο όλης της μέρας. Το μικρό παιδί καταφεύγει στο μηχανοστάσιο ενός εργοστασίου για να κοιμηθεί. Τα φώτα του εργοστασίου είναι αναμμένα και οι μηχανές σκύβουν πάνω από το κοιμισμένο παιδί και προσέχουν ο ύπνος του να είναι αδιάσπαστος και γαλήνιος. Βρίσκονται κι εκείνες σε ώρα ανάπαυσης από τη δουλειά και αγρυπνούν πάνω από το κουρασμένο παιδί. Το βλέπουμε να είναι σκεπασμένο με το παλτό του αδερφού του.
1η ενότητα, β΄υποενότητα, στιχ. 9-15: Όλη την ημέρα, η δουλειά του είναι πολύ κοπιαστική. Πρέπει να περιμένει κάθε φορά το κόκκινο φανάρι ν’ ανάψει και, μέχρι να το διαδεχτεί το πράσινο, εκείνο σκουπίζει τα τζάμια των αυτοκινήτων που σταματούν. Η δουλειά του πρέπει να γί- νει γρήγορα και η αμοιβή του άλλοτε είναι τα λιγοστά χρήματα των οδη- γών κι άλλοτε η οργισμένη αποδοκιμασία τους για το είδος της εργασίας του. Με τα πενιχρά του κέρδη εξασφαλίζει το φαγητό του και τον ύπνο του στο μηχανοστάσιο του εργοστασίου, τα στοιχειώδη για την επιβίω- σή του. 2η ενότητα, στιχ.16-25: Κάτω από τις σκληρές αυτές συνθήκες της παιδικής εργασίας του, δύσκολα ανασύρονται από τη μνήμη του οι ανα- μνήσεις από την πατρίδα του και το πατρικό του σπίτι, οι φροντίδες της μητέρας του και τα λόγια του δασκάλου του. Τα λιγοστά ελληνικά που του έμαθε ο δάσκαλός του φαντάζουν πολύ διαφορετικά από την πραγ- ματικότητα που έχει να αντιμετωπίσει τώρα. Δε συνάντησε ούτε την ομορφιά των βοτσάλων της απέραντης και γαλάζιας θάλασσας ούτε το ρωμαλέο καλπασμό του αλόγου ενός γενναίου πολεμιστή. 3η ενότητα, στιχ. 26 – 30:Τα μόνα πράγματα που συνάντησε σ΄ αυ- τήν εδώ τη χώρα που ήρθε να δουλέψει, είναι τα λίγα χρήματα που κα ταφέρνει με τόσο κόπο να κερδίζει και η σκληρή απαξίωση στα μάτια των πελατών του για τη δουλειά που αναγκάζεται να κάνει. Το μόνο που νιώθει να είναι φιλικό και να τον καλοδέχεται, είναι ο θόρυβος της σκάρας του μηχανοστασίου, όπου πάει και φωλιάζει για να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί από τον κόπο της σκληρής δουλειάς του. iii) Χαρακτηρισμός πρωταγωνιστών / ηρώων Το μικρό παιδί: Ήρωας του ποιήματος είναι ο μικρός οικονομικός μετανάστης, που έχει βρεθεί στη χώρα μας για να δουλέψει. Μόνος του, σε ξένη χώρα, χωρίς την προστασία των συγγενικών του προσώπων έρχεται αντιμέτωπος με μία πραγματικότητα, που κάθε άλλο παρά κατάλ- ληλη είναι για ένα μικρό παιδί. Οι σκληρές συνθήκες της επιβίωσής του και η μοναξιά του δεν του επιτρέπουν να αναλύει την κατάσταση που έχει να αντιμετωπίσει. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αντι- μετωπίσει πρακτικά. Η καθημερινή βιοπάλη και η απαξίωση που δέχεται από το κοινωνικό σύνολο για το είδος της δουλειάς του και για την ξενική του καταγωγή, τον κάνουν σχεδόν να ξεχνά την προηγούμενη ζωή του στην πατρίδα του, κοντά στη μητέρα του. Οι αναμνήσεις του, σίγουρα πιο ευτυχισμένες από τη σκληρή πραγματικότητα του παρό- ντος, γίνονται όλο και πιο αμυδρές. Και τα διδάγματα του δασκάλου του για την ομορφιά και το μεγαλείο του ελληνικού ηρωισμού δεν έχουν καμία θέση στη δική του καθημερινότητα. Εκείνα που καθορίζουν τη δική του ύπαρξη είναι η καθημερινή αγωνία για τα λιγοστά κέρματα που θα μπουν στην τσέπη του και το αίσθημα κοινωνικής απόρριψης που εισπράττει με τα προσβλητικά βλέμματα των περαστικών οδηγών. Μία απόρριψη, που κανείς δεν έχει σκεφτεί ότι την απευθύνει σε ένα παιδί, που παλεύει μόνο του και δεν έχει κανέναν να το στηρίξει και να το βοηθήσει να μεγαλώσει όπως αξίζει να μεγαλώσει κάθε παιδί. Το μοναδικό του καταφύγιο είναι το μηχανοστάσιο του εργοστασίου και η μόνη του χαρά η ξεκούρασή του από τον καθημερινό του μόχθο. Μόνο εδώ νιώθει καλοδεχούμενος και προστατευμένος από τα φιλικά και εγκάρδια βλέμματα των άψυχων μηχανών
Νοηματικές ενότητες / Επιμέρους πλαγιότιτλοι
1η ενότητα, στιχ. 1-15 «Νύχτα….να κοιμάται εκεί μέσα»: Η σκληρή εργασία του μικρού παιδιού στα φανάρια.
1η ενότητα, α΄υποενότητα, στιχ. 1-8 «Νύχτα….Ξεκουράζεται»: Το εργαζόμενο παιδί ξεκουράζεται στο μηχανοστάσιο του εργοστασίου.
1η ενότητα, β΄υποενότητα, στιχ. 9-15 «Όλη τη μέρα δουλεύει... εκεί μέσα»: Η σκληρή καθημερινή δουλειά του στα φανάρια.
2η ενότητα, στιχ. 16-25 «Τα χιονισμένα βουνά…ανίκητου στρατηλά- τη»: Οι αμυδρές αναμνήσεις του σπιτιού του και της μάνας του. 3η ενότητα, στιχ. 26 -30 «Αλλά, να … το θερμό ατμό»: Η σκληρή πραγματικότητα της βιοπάλης διαφέρει τελείως απ’ ό,τι φανταζόταν. Στιχουργική ανάλυση
Το ποίημα είναι γραμμένο σε ελεύθερο στίχο και αποτελείται από τρεις στροφές. Η πρώτη στροφή αποτελείται από δεκαπέντε στίχους, η δεύτερη από έντεκα, ενώ η τρίτη από τέσσερις. Βαθμιαία λοιπόν οι στίχοι μειώνονται.
Οι χρονικοί προσδιορισμοί σπάζουν νοηματικά την πρώτη στροφή στη μέση, «Νύχτα» - «Όλη τη μέρα», αντιδιαστέλλοντας τα δυο τμήματα της καθημερινότητας του παιδιού. Στον όγδοο στίχο της πρώτης στροφής, με τη μείωση των συλλαβών σε πέντε και τη χρήση του ρήματος χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό «Ξεκουράζεται» επικεντρώνεται η προσοχή του αναγνώστη και αναδεικνύεται η σημασία του. Με τον ίδιο τρόπο, εστιάζεται η προσοχή και στον εικοστό στίχο, πάλι με τη μείωση των συλλαβών σε πέντε - «Μόλις θυμάται» - και τη χρήση του ρήματος με τη συνοδεία ενός χρονικού προσδιορισμού. Παρατηρείται παρήχηση του «σ» και του «κ» («Κίνηση», «αραιή στη…», «Μες στο κλειστό», «το φωτισμένο εργοστάσιο»).
Ο αφηγητής
Η ποιήτρια, ως παντογνώστης αφηγητής, αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο το παρόν και κάνει αναδρομές στο παρελθόν του παιδιού.
ii) Ύφος / Μορφή
Οι σκληρές συνθήκες εργασίας ενός ανήλικου παιδιού στα φανάρια
μιας μεγαλούπολης επιβάλλουν ύφος ρεαλιστικό και λιτό, προσγειωμένο στην πραγματικότητα. Γίνεται η περιγραφή του χώρου όπου κοιμάται το παιδί και παρουσιάζονται προσωποποιημένα τα πράγματα που
του είναι οικεία στο χώρο αυτό που φιλοξενεί τον ύπνο του : οι μηχανές του εργοστασίου. Η λιτή αναφορά στον ύπνο του παιδιού υπαγο-
ρεύει το σεβασμό μας για την ώρα αυτή της ξεκούρασής του. Αμέσως δικαιολογείται η σημασία του ύπνου από την έκθεση των σκληρών συνθη-
κών εργασίας του μικρού. Η επίσης λιτή και ρεαλιστική περιγραφή κά-
θε εργαζόμενης μέρας, σε αντιδιαστολή προς τη γαλήνη της νύχτας, μας
δίνει γλαφυρά τις συνθήκες της ζωής του ανήλικου βιοπαλαιστή. Ο
ωμός ρεαλισμός με τον οποίο δίνεται η αντιμετώπιση την οποία δέχεται
από τους γύρω του, εξισορροπείται κάπως από τα αισθήματα οικειότητας και φροντίδας για το χώρο που τον φιλοξενεί.Προσωποποιήσεις / Μεταφορές: στιχ. 3-4 «Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες», «Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες», στιχ. 11 «Εισπράττει … την εύλογη αγανάκτηση», στιχ. 30 «Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό».
Παρομοιώσεις: στιχ. 4 «Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες», στιχ. 23 «Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας», στιχ. 24-25 «Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου - Ενός ανίκητου στρατηλάτη», στιχ. 26 «Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη», στιχ. 27 «Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη», στιχ. 29 «Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας».
Ασύνδετο σχήμα: στιχ. 16-20 «Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,…που πληρωνότανε με γάλα…», στιχ. 23-27 «Όχι σαν βότσαλα γυα- λιστερά μεγάλης θάλασσας… ενός ανίκητου στρατηλάτη».
Εικόνες (Περιγραφές προσώπων, τοπίων, αντικειμένων): στιχ. 2-7 «Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο …Ξεκουράζεται», στιχ. 8- 11 «Όλη τη μέρα δουλεύει … Περιμένει το επόμενο φανάρι», στιχ. 16-20 «Τα χιονισμένα βουνά…Μόλις θυμάται», στιχ. 23-25 «Όχι σαν βότσαλα.γυαλιστερά…Ενός ανίκητου στρατηλάτη», στιχ. 26-30 «Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη…Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό». Αντιθέσεις (Λεκτικές / Νοηματικές): στιχ. 3 «αποσταμένες» - «άγρυπνες», στιχ. 4 «άκακοι» - «γίγαντες», στιχ. 11 «Εισπράττει κέρματα» - «την εύλογη αγανάκτηση», στιχ. 21-22 «Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του» - «Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα», στιχ. 23-25 & 26- 30 «Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας…Ενός ανίκητου στρατηλάτη» - «Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη …Που όλο ανεβά- ζει το θερμό ατμό».
Παρηχήσεις του «σ», του «ρ», του «τ» και του «κ»: στιχ. 1 «κίνηση», «αραιή», «στη», στιχ. 2 «Μες», «στο», «κλειστό», «φωτισμένο», «εργοστάσιο», στιχ. 3 «μηχανές», «αποσταμένες», «άγρυπνες», στιχ. 4 «σαν», «άκακοι», «γίγαντες», στιχ. 5 «Στριμωγμένος», στιχ. 6 «Κοντά», «στη», «σκάρα», στιχ. 7 «σκεπασμένος», στιχ. 8 «Ξεκουράζεται», στιχ. 10 «Σκουπίζει», «τζάμια», «βιαστικά», «κόκκινο», στιχ. 11 «Εισπράττει», «κέρματα», «αγανάκτηση», στιχ. 13 «Τίμια», «κερδίζει», «έτσι», στιχ. 14, «Και», «νυχτοφύλακα», στιχ. 15 «κοιμάται» «εκεί», «μέσα», στιχ. 16 «χιονισμένα», «της», «πατρίδας», στιχ. 17 «της», «μάνας», στιχ. 18 «Γυ- ναίκειο», «κρύο», στιχ. 19 «δάσκαλο», στιχ. 20 «Μόλις», στιχ. 21 «κά- τι», «ελληνικά», «στόμα», στιχ. 22 «ακούγονται», «αλλιώτικα», στιχ. 23 «σαν», «βότσαλα», «γυαλιστερά», «μεγάλης», «θάλασσας», στιχ. 24 «ποδοβολητό», στιχ. 25 «Ενός», «ανίκητου», «στρατηλάτη», στιχ. 26 «κέρματα», «στην», «τσέπη» κ.α.
iv) Γλώσσα Με απλότητα και ρεαλισμό περιγράφεται η ζωή του μικρού μετανάστη. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι λιτή και καθημερινή, αφήνει τα πράγματα να μιλήσουν από μόνα τους. Κυριαρχεί η χρήση του ρήματος σε χρόνο ενεστώτα και πρόσωπο γ΄ ενικό, για να περιγράψει την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα του εργαζόμενου παιδιού («δου- λεύει», «σκουπίζει», «εισπράττει», «περιμένει», «κερδίζει») και την ξεκούρασή του τη νύχτα. Η χρήση του παρατατικού περιορίζεται στις αμυδρές αναμνήσεις από το παιδικό του παρελθόν στην πατρίδα του. Με επίθετα αποδίδονται ανθρώπινα χαρακτηριστικά στις μηχανές και η χρήση των μετοχών μας περιγράφει το φτωχό βόλεμα του παιδιού για να κοιμηθεί. Οι σύντομοι χρονικοί προσδιορισμοί («Νύχτα», «Όλη τη μέρα») χωρίζουν την ημέρα στα δύο και αντιδιαστέλλουν την ανάγκη για ξεκούραση προς το μόχθο της σκληρής εργασίας κατά τη διάρκεια της μέρας.Οι εντυπώσεις με τις οποίες έφτασε ο μικρός μετανάστης στην Ελλά δα μας δίνονται μέσα από απανωτές παρομοιώσεις («Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας», «Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου…») για να αντιπαραβληθούν, πάλι με τη μορφή παρομοιώσεων – ίσως για να απαλύνουν κάπως τη σκληρότητα της πραγματικότητας –με την καθημερινότητα την οποία έχει να αντιμετωπίσει («Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη», «Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη», «Καμιά φορά πιο εγκάρδια - Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας»). --
1. Περιγράψτε πώς περνάει τη μέρα και τη νύκτα του το παιδί.
Το παιδί περνά ολόκληρη τη μέρα του προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα χρήματα που θα του προσφέρουν φαγητό αλλά και τη νοικιασμένη στέγασή του στο εργοστάσιο όπου βρίσκει κατάλυμα κάθε βράδυ. Περιπλανιέται στους πολυσύχναστους δρόμους της πόλης, στων οποίων τα φανάρια στέκεται και σκουπίζει τα παρμπρίζ των σταματημένων οχημάτων όταν ανάβει το κόκκινο φανάρι. Βιάζεται να προλάβει όσα περισσότερα μπορεί, καθώς κάποιοι οδηγοί τον βοηθούν οικονομικά, συγκινημένοι από την τίμια προσπάθειά του να επιβιώσει, ενώ άλλοι αγανακτούν, κάποτε δικαιολογημένα, εξαιτίας της επιμονής του να καθαρίσει τα τζάμια τους τη στιγμή που εκείνοι τρέχουν πανικόβλητοι να προλάβουν τις δουλειές τους μέσα στο καθημερινό άγχος. Όταν βραδιάσει και πέσει η κίνηση των αυτοκινήτων στις λεωφόρους, έρχεται η ώρα να αποσυρθεί στο εργοστάσιο, όπου πληρώνει στο νυχτοφύλακα ένα μικρό μερίδιο των απολαβών του, για να του επιτρέψει να κοιμηθεί σε μια γωνιά. Τότε, αναλογίζεται το παρελθόν του και κάνει απολογισμό των σκληρών καθημερινών του βιωμάτων. Αναπολεί τα χιονισμένα τοπία της πατρίδας του, τη χαμένη μητρική φροντίδα, το δάσκαλό του, που πενιχρά ζούσε κι εκείνος στον τόπο τους, και τη κακοτράχηλη ζωή του στη σύγχρονη ελληνική πολιτεία. Κλείνει τα μάτια του και με τη ζεστασιά του παλτού που του έχει απομείνει από τον αδελφό του και τους θερμούς ατμούς των μηχανών αποκοιμιέται κάνοντας συγκρίσεις ανάμεσα στην τραχύτητα των καταστάσεων στην πατρίδα του και στον καινούργιο τόπο που τον φιλοξενεί, έστω και φτωχικά.
2. Το ποίημα αναφέρεται σε δύο χρονικά επίπεδα και χωρίζεται σε δύο αφηγηματικά μέρη. Ποια είναι αυτά και τι περιλαμβάνει το καθένα;
Τα αφηγηματικά επίπεδα του ποιήματος ταυτίζονται με τις δύο βασικότερες φάσεις της ζωής του παιδιού: εκείνη του παρελθόντος στην πατρίδα του (μάλλον τα ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου) και την τωρινή στη μεγάλη ελληνική πόλη. Το πρώτο χρονικό επίπεδο, το παρελθόν του, συνδέεται με την ανάμνηση των χιονισμένων τοπίων της Ρωσίας, με την αγκαλιά της μητέρας του, που προσπαθούσε να τον προφυλάξει από το κρύο με το μαντίλι της και με τη διδασκαλία των πρώτων ελληνικών φράσεων από το φτωχό δάσκαλό του, που απέπνεαν τότε τόση ζεστασιά για το παιδί. Το δεύτερο χρονικό επίπεδο, το παρόν του, επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής αφήγησης και αποτελείται από τα σκληρά βιώματα της τωρινής του ιδιότητας ως ανήλικου μετανάστη σε ξένη χώρα, απογυμνωμένουοικογενειακή ή άλλη συγγενική παρουσία και φυσικά στερημένου από την παραμικρή συναισθηματική ασφάλεια. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί, εύλογα, η οικονομική ανέχεια και η καθημερινή μάχη του παιδιού να συγκεντρώσει χρήματα για να επιβιώσει. Η μοναξιά είναι εμφανής, καθώς η μόνη του συντροφιά είναι το παλτό του αδελφού του, που το έχει πάντα μαζί του τα βράδια για να ζεσταίνεται, και οι πικρές αναμνήσεις του. Κάθε μέρα του στην ξένη και αφιλόξενη πόλη του προσφέρει παρόμοιες θλιβερές εμπειρίες, γιατί κάποιοι οδηγοί συμπονούν την κατάστασή του και τον βοηθούν οικονομικά και άλλοι τον αποπαίρνουν για την ενόχληση που τους ασκεί επιμένοντας να τους καθαρίσει τα παρμπρίζ στα φανάρια. Τη νύχτα αποσύρεται στο εργοστάσιο, όπου και εκεί πληρώνει ‘ενοίκιο’ στο νυχτοφύλακα, για να μπορεί να έχει ένα βραδινό κατάλυμα.
3. Ποια σχέση φαίνεται να έχει με την ελληνική γλώσσα το παιδί; Αιτιολογήστε την απάντησή σας βρίσκοντας και άλλες εκφράσεις του κειμένου που αποτυπώνουν τη συναισθηματική του κατάσταση.
Η ποιήτρια συνδέει την πικρία που νιώθει το παιδί για τη σκληρή ζωή του τότε και του τώρα με την αίσθηση που έχει για την ελληνική γλώσσα από τις χρονικές αυτές περιόδους. Από το παρελθόν του ανασύρει τη μακρινή μνήμη της πρώτης του επαφής με την ελληνική γλώσσα μέσα από τον εξασθενημένο οικονομικά δάσκαλό του αλλά και από τα ακούσματά του από τους Έλληνες της διασποράς στα ρωσικά παράλια του Εύξεινου Πόντου («Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα Μόλις θυμάται», «Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα»). Λόγω των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης εκείνων των χρόνων, η ποιήτρια κάνει αναπόφευκτα τη σύγκριση ανάμεσα στο απλό αλλά θαυμαστό μεγαλείο της γλώσσας που υμνεί ο Ελύτης ή της κοινής ελληνιστικής που επέβαλε ο Μέγας Αλέξανδρος στα βάθη της Ανατολής με τις πρώτες ελληνικές φράσεις που άκουσε το παιδί και που εκδήλωναν τις ταλαιπωρίες των Ελλήνων της διασποράς στα άλλοτε ενωμένα ανατολικά κράτη («Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά ... ανίκητου στρατηλάτη»). Η σύγκριση συνεχίζεται και στο παρόν του μικρού ήρωα, αλλά σε αυτή τη φάση γίνεται με τα τωρινά του ακούσματα από τις αγανακτισμένες απαντήσεις των θυμωμένων οδηγών που τον αποπαίρνουν όταν πηγαίνει να καθαρίσει τα τζάμια τους, για να για να εξοικονομήσει τίμια κάποια χρήματα («Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη»). Η οργή και η ήπια ή άτεγκτη περιθωριοποίησή του γίνεται μέσω της ελληνικής γλώσσας («Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη. Καμιά φορά πιο εγκάρδια»), την οποία παρακολουθεί να μεταχειρίζονται οι κάτοικοι της χώρας που τον φιλοξενεί στο περιθώριο και εμφανώς χωρίς να το θέλει η ίδια («Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας ... »).
4. Βρείτε στο κείμενο εικόνες που δείχνουν α) τη στερημένη ζωή β) τον αγώνα για την επιβίωση που δίνει καθημερινά το παιδί.
Οι εικόνες του ποιήματος που φανερώνουν τη στερημένη ζωή του παιδιού είναι: στιχ. 3-8 «Οι μηχανές ... σκεπασμένος Ξεκουράζεται». Το παιδί κουλουριάζεται μέσα στο παλτό του αδελφού του πάνω στη σχάρα όπου καταλήγουν οι θερμοί ατμοί των μηχανών, για να βρει τη ζεστασιά που τόσο του λείπει. στιχ. 11-15, 29-30 «Εισπράττει κέρματα... να κοιμάται εκεί μέσα», «Σαν τούτο δω το βουητό ... το θερμό ατμό». Καθαρίζοντας τα παρμπρίζ των περαστικών οχημάτων στα φανάρια, κερδίζει ελάχιστα χρήματα, για να φάει και να πληρώσει το νυχτοφύλακα του εργοστασίου που τον αφήνει να κοιμάται μέσα σε αυτό. Επομένως, του λείπει η σωστή σίτιση και φυσικά η μόνιμη και αξιοπρεπής στέγη και παλεύει καθημερινά, για να έχει υποτυπώδεις μορφές και των δύο αυτών αναγκαίων αγαθών. στιχ. 17-18 «Τα χέρια της μάνας του ... για το κρύο». Στερείται ακόμη και το οικογενειακό χάδι, τη στοργή και τη φροντίδα που κάθε παιδί έχει απόλυτη ανάγκη. Είναι απομονωμένο συναισθηματικά και, συνεπώς, καταρρακωμένο από τις καθημερινές απογοητεύσεις και δυσκολίες. στιχ. 27-28 «Σαν το φτύσιμο ... πιο εγκάρδια». Παραγκωνίζεται και αντιμετωπίζει τη σκληρότητα των ντόπιων ως ύποπτος και ανεπιθύμητος αλλοδαπός μετανάστης, μένοντας έτσι στο περιθώριο και γνωρίζοντας, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις επιείκειας, τον κοινωνικό αποκλεισμό.
1. Η Δήμητρα Χριστοδούλου ανήκει στην ποιητική γενιά του 1970 και απαντώνται στο έργο της χαρακτηριστικά της νεοτερικής ποίησης. Να τα εντοπίσετε στο ποίημα.
2. Θεωρείτε ότι είναι επίκαιρο το θέμα με το οποίο καταπιάνεται η ποιήτρια; Γιατί έχει γιγαντωθεί στις μέρες μας;
3. Ποιος είναι ο χώρος της ποιητικής αφήγησης; Γιατί ευνοούνται τέτοια φαινόμενα περισσότερο στο αστικό τοπίο;
4. Ποια είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα μιας ελληνικής μεγαλούπολης στη δεκαετία του 1990;
5. Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα. Ποια είναι αυτά και με ποια όψη της ζωής του παιδιού συνδέονται; Με βάση αυτά να χωρίσετε το ποίημα σε ενότητες και να δώσετε πλαγιότιτλους.
6. Ποιες ήταν οι συνθήκες ζωής του παιδιού στο χώρο εργασίας και στον τόπο διαμονής του; Να τη συγκρίνετε με την εικόνα ενός παιδιού στο δυτικό κόσμο της ευμάρειας και να σχολιάσετε τις εικόνες. Σας ικανοποιεί η δεύτερη; Στην υιοθέτηση ποιας νοοτροπίας οδηγεί και με ποια πιθανά αποτελέσματα στο χαρακτήρα του παιδιού και τη μετέπειτα ζωή του;7. Ο πολιτισμός μας, πολιτισμός της ευμάρειας, καυχιέται για τα επιτεύγματά του, ωστόσο αποτελεί ντροπή γι’ αυτόν η εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας, τη στιγμή που υποκριτικά εμφανίζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων και των ευάλωτων ομάδων. Προβληματισμένος, ο Χρήστος Μαλεβίτσης γράφει σ’ένα του δοκίμιο: Η ευχέρεια αποσαθρώνει την πνευματική σκευή του πολιτισμού και του ανθρώπου. Να αποδώσετε σύντομα το νόημα της φράσης.
8. Ποιας εθνικότητας ήταν το παιδί; Υπάρχουν στο ποίημα έμμεσες αναφορές που υποδηλώνουν τον τόπο καταγωγής του; Ποια η σχέση του με τον Ελληνισμό; Ποιες πολιτικοοικονομικές συγκυρίες το οδήγησαν στην Ελλάδα;
9. Τι γνωρίζετε για τους πρόσφυγες και τους οικονομικούς μετανάστες που έφτασαν στη χώρα μας στις αρχές της δεκαετίας του 1990; Από πού κυρίως προέρχονται;
10. Ποιες φαντάζεστε πως ήταν οι προσδοκίες αυτών των ανθρώπων όταν ήρθαν στην Ελλάδα και τι συνάντησαν εδώ; Ισχύουν τα ίδια για το μικρό βιοπαλαιστή;
11. Πως αντιμετωπίζουν οι διερχόμενοι το μικρό παιδί;
12. Ποια απουσία είναι πιο οδυνηρή για τον μικρό; Του γενέθλιου τόπου ή της μητέρας του; Πως δηλώνεται στο ποίημα η τρυφερότητα της μάνας;
13. Να σχολιάσετε τις παρομοιώσεις που αναφέρονται στην ελληνική γλώσσα. Τι υποδηλώνουν;
14. Να διακρίνετε τη στάση της αφηγήτριας στο ποίημα. Απλά παρατηρεί και περιγράφει ή εμπλέκεται συναισθηματικά στη δοκιμασία του παιδιού;
15. Στο ποίημα δεν γίνεται κάποια άμεση αναφορά σε κυκλώματα εκμετάλλευσης του μικρού παιδιού. Γνωρίζουμε όμως ότι τις περισσότερες φορές είναι υπαρκτά. Ποια πρόσωπα εμπλέκονται σ’αυτά και ποια είναι τα κίνητρά τους;
16. Πως φαντάζεστε τη ζωή του μικρού βιοπαλαιστή μετά από 20 χρόνια;
17. Υποδυθείτε το μικρό βιοπαλαιστή και γράψτε ένα γράμμα στον παλιό σας δάσκαλο, που έχει μείνει στον τόπο σας.
18. Μπορεί κατά τη γνώμη σας η λογοτεχνία να μας ευαισθητοποιήσει και να δούμε με κατανόηση τον Άλλο, τον διαφορετικό και πως αυτό επιτυγχάνεται; Έχετε διαβάσει ως τώρα λογοτεχνικά κείμενα με παρόμοιο θέμα;
Γράψτε ένα δικό σας ποίημα για τα παιδιά των φαναριών.