Αναγνώστες

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν

 
ΘΕΜΑ: Το απραγματοποίητο όνειρο των παιδιών για το χριστουγεννιάτικο παιχνίδι εξαιτίας της εξορίας του πατέρα και της άθλιας οικονομικής κατάστασης της οικογένειας.


ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ 

· Δύσκολες συνθήκες της μεταπολεμικής εποχής.

· Μονογονεική οικογένεια – Το πρόβλημα της επιβίωσης

· Παιδική αθωότητα και σκληρή πραγματικότητα.


ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό διήγημα


ΤΙΤΛΟΣ: 

Ο  τίτλος του ποιήματος αντιπροσωπεύει το περιεχόμενό του. Η λαχτάρα των παιδιών για το παιχνίδι της βιτρίνας συντηρείται από την προσδοκία της επανόδου του εξόριστου πατέρα . Το παιχνίδι που δεν αγοράζεται είναι συνώνυμο του πατέρα που δεν έρχεται.

Αφηγηματικό μοτίβο: Η μάταιη αναμονή των παιδιών να επιστρέψει ο     πατέρας από την εξορία.

Αντιθετικοί άξονες:

Απουσία VS παρουσία πατέρα 

σκληρή πραγματικότητα VS παιδικά όνειρα


ΕΝΟΤΗΤΕΣ:

1Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Η Αγγελικούλα, μόλις… θα του το πω».

2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Στην οδό Αιόλου… για τις γιορτές».

3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: «Η Αγγελικούλα με τη μαμά… τα σπίτια…».


ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ:

1Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Το ηλεκτρικό τρενάκι και η προϋπόθεση απόκτησής του.

2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Όνειρα και ελπίδες των παιδιών μπροστά στη βιτρίνα.

3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Το χαμένο όνειρο των παιδιών.



ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ    


  →Αφήγηση, Αφηγηματικές αναδρομές,

       Γ’ πρόσωπη αφήγηση από έναν αφηγητή που δε συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται.

 Αφηγητής    Ο αφηγητής δεν έχει συγκεκριμένη οπτική γωνία αλλά μπορεί να βρίσκεται παντού και να τα παρακολουθεί όλα -> Παντογνώστης αφηγητής.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ:

Διάλογος, που δίνει θεατρική διάσταση στο διήγημα. Κυριαρχεί ο διάλογος, που αποκαλύπτει με ζωντάνια την παιδική ψυχολογία.

-   →Περιγραφές.

-   → Αφηγηματική παράλειψη ( στην οδό Αιόλου: Η μάνα ζητιανεύει ενώ τα παιδιά κοιτούν τα  παιχνίδια/ Η μητέρα εξακολουθεί να ζητιανεύει/ Τα παιχνίδια της βιτρίνας που ΔΕΝ πουλήθηκαν  ).

 


-      

1η ενότητα : η τραγική οικονομική κατάσταση μιας οικογένειας ενός πολιτικού εξόριστου


Η απόφαση της μητέρας να ζητιανέψει μαζί με τα παιδιά της δείχνει την τραγική οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Η αφηγηματική αναδρομή δείχνει ότι πάντα η οικογένεια αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα όμως η απουσία του πατέρα έχει κάνει τα πράγματα χειρότερα.


Ο διάλογος που ακολουθεί ανάμεσα στη μητέρα και στα παιδιά αποκαλύπτει την παιδική αφέλεια.  Από τη μια τα παιδιά ζουν στο δικό τους όμορφο κόσμο και επιθυμούν παιχνίδια όπως είναι φυσικό. Δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος της κατάστασης στην οποία βρίσκονται  και η αγνότητα της ψυχής τους φαίνεται από την αγάπη τους για τα παιχνίδια. 

Η λεπτομερής περιγραφή του σιδηρόδρομου αποκαλύπτει τον ψυχικό κόσμο των παιδιών.

 Από την άλλη η μητέρα βρίσκεται σε δύσκολη θέση γιατί δεν έχει κανένα να τη στηρίξει, πρέπει ν’ αγωνιστεί να φροντίσει και να μεγαλώσει τα παιδιά της. Δεν διστάζει ακόμη και να ζητιανέψει παραμερίζοντας την περηφάνια της. Κρατά αξιοπρεπή στάση και δεν ξεσπά σε κλάματα. Πιέζεται γιατί δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των παιδιών της , προσπαθεί να προσγειώσει τα παιδιά της στη σκληρή πραγματικότητα και δείχνει απεριόριστη κατανόηση. Η μητέρα δείχνει αγωνιστική διάθεση, δείχνει  να έχει ψυχικά αποθέματα και δεν δείχνει κακία ακόμα και όταν μιλάει για αυτούς που εξόρισαν τον άνδρα της.


Η επανάληψη της λέξης ναι γεμίζει τα παιδιά με ελπίδα ότι οι επιθυμίες τους θα ικανοποιηθούν όταν επιστρέψει ο πατέρας τους.




2η ενότητα: Η επιθυμία των παιδιών για την απόκτηση του σιδηρόδρομου.


Με μια αφηγηματική παράλειψη βρισκόμαστε στην οδό Αιόλου. Η μάνα ζητιανεύει ενώ τα παιδιά κοιτούν τα πολυπόθητα παιχνίδια.


Από το διάλογο ανάμεσα στα παιδιά αποκαλύπτεται η κοινωνική προέλευση των παιδιών. Όλα ονειρεύονται ότι θα αγοράσουν το σιδηρόδρομο. Ο σιδηρόδρομος αποτελούσε για τα παιδιά μια δυνατότητα να ξεφύγουν από τη δύσκολη και πεζή πραγματικότητα, να απολαύσουν το παιχνίδι και να καταλάβουν το νόημα των γιορτών με τα δώρα, τη χαρά και τη ξεγνοιασιά των ημερών.


Η ρεαλιστική περιγραφή  της εξωτερικής εμφάνισης των παιδιών δείχνει την τραγική κατάσταση της οικογένειας. Επίσης ο διάλογος ανάμεσα στα παιδιά αποκαλύπτει τον αυθορμητισμό των παιδιών και την έλλειψη πολλές φορές ευγενικών τύπων συμπεριφοράς.





3η ενότητα: Η αδυναμία απόκτησης του σιδηρόδρομου από τα παιδιά λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης.


Η αφήγηση με την αφηγηματική παράλειψη μας μεταφέρει μέρες μετά και τα ρήματα σε παρατατικό δείχνουν την έντονη κατάσταση στέρησης που βίωνε η οικογένεια. Η οικογένεια επισκεπτόταν καθημερινά την οδό Αιόλου όπου η μητέρα ζητιάνευε και τα παιδιά χάζευαν.


Τα βράδια που επέστεφαν στο σπίτι τους προσγειώνονταν στη σκληρή πραγματικότητα του άδειου σπιτιού. Η απουσία του πατέρα είναι έντονη. Μέσα από τον τραγικό διάλογο φαίνεται η αγωνία των παιδιών για την επιστροφή του πατέρα τους, το δράμα που βιώνει η μητέρα που της έχει λείψει το γέλιο του άνδρα της και το τραγικό γεγονός ότι κάποιοι εξόριστοι δεν είχαν προλάβει να δουν τα αγέννητα παιδιά τους.


Με μια αφηγηματική παράλειψη οδηγούμαστε μπροστά στη βιτρίνα. Η λυρική περιγραφή των παιχνιδιών που πουλήθηκαν ή που ακόμη βρίσκονται εκεί δίνει μια ευαισθησία στο αφήγημα που έρχεται σε αντίθεση με τις επιθυμίες των παιδιών που τελικά δεν ικανοποιήθηκαν.


Η επανάληψη της φράσης και ο μπαμπάς δεν ερχόταν κάνει ακόμη πιο δραματική την κατάσταση των παιδιών.


Ούτε όμως και τα άλλα παιδιά μπόρεσαν να αγοράσουν το σιδηρόδρομο. Η ωριμότητα των παιδιών αυτών φαίνεται μέσα από τα επιχειρήματα που παρουσιάζουν. Η φτώχεια, οι αρρώστιες και τα μεταμφυλιακά  χρόνια είναι κοινά στοιχεία στη ζωή όλων των παιδιών. Οι δύσκολες συνθήκες ωριμάζουν την παιδική σκέψη και ψυχή.


Στο τέλος η μητέρα μιλάει με λόγια παρηγορητικά και προσπαθεί να ανακουφίσει τις πληγωμένες ψυχές  των παιδιών της και τους δίνει ελπίδα που είναι και το μοναδικό φάρμακο σε τέτοια προβλήματα.

ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ: 

  1. Σχήματα λόγου 

- Μεταφορές

§ 4 «Θα πάμε άμα σφίξει ο κόσμος», § 5 «Ανεβοκατεβαίνει στα βουνά, χωρίς να γκρεμίζεται …να σου τον και ξετρυπώνει από την άλλη μεριά της βιτρίνας, και ξαναρχίζει τα ίδια…», § 15 «…θα’ χουν γεμίσει τα έρημα, τα ορφανεμένα μας τα σπίτια».

Προσωποποιήσεις:

§ 12 «Ευτυχώς που κι ο σιδερόδρομος δεν είχε φύγει από τη βιτρίνα…Φαινόταν κι αυτός σα στενοχωρημένος», § 14 «Γιατί αυτός είχε έρθει στον κόσμο, μόνο και μόνο για να δώσει χαρά στα παιδιά, και τώρα αντί για χαρά, τους είχε δώσει στενοχώρια», § 15 «…θα’ χουν γεμίσει τα έρημα, τα ορφανεμένα μας τα σπίτια».

Παρομοιώσεις:

Φαινόταν κι αυτός σα στενοχωρημένος»

§ 14 «Γιατί αυτός είχε έρθει στον κόσμο, μόνο και μόνο για να δώσει χαρά στα παιδιά, και τώρα αντί για χαρά, τους είχε δώσει στενοχώρια», § 15 «…θα’ χουν γεμίσει τα έρημα, τα ορφανεμένα μας τα σπίτια». 

- Επαναλήψεις §1 & 2 «Θα πάω να σταθώ στην οδός Αιόλου» - «Θα σταθώ στην οδός Αιόλου», § 4 «Θα πάμε άμα σφίξει ο κόσμος. – Και πότε θα σφίξει ο κόσμος;», «- Άμα βγει ο ήλιος. – Κι αν δε βγει ο ήλιος, δε θα πάμε;», § 6 «Δεν μπορούμε να τ’ αγοράσουμε μεις…- Όσα κι αν πιάσουμε, δεν μπορούμε….- Πότε θα μπορέσουμε;», «- Άμα έρθει ο μπαμπάς σου….- Πότε θα’ ρθει ο μπαμπάς μου;», «- Θα τον αφήσουν πριν από την Πρωτοχρονιά;…- Ναι…ναι…πριν από την Πρωτοχρονιά», «- Να του το πεις όμως και συ… - Ναι…ναι…θα του το πω», § 12 «Μα οι μέρες περνούσαν. Πέρασε κι η Πρωτοχρονιά»,§ 12 & 14 «Φαινόταν κι αυτός σα στενοχωρημένος» - «Κι ο σιδερόδρομος κι αυτός ήταν πολύ στενοχωρημένος», § 13 & 15 «Δεν τους άφησαν οι κακοί άνθρωποι» - «θα’ χουν φύγει οι κακοί άνθρωποι». 

Αντιθέσεις (Λεκτικές / Νοηματικές): § 13 «- Αν ερχόταν ο μπαμπάς μας από την εξορία» - «Κανένας όμως μπαμπάς δεν ήρθε από την εξορία», § 14 «μόνο και μόνο για να δώσει χαρά στα παιδιά» - «τους - Β.

Β.Εικόνες (Περιγραφές προσώπων, τοπίων, αντικειμένων): § 5 «Ήταν ένας σιδερόδρομος...και ξαναρχίζει τα ίδια…», § 9 «Τα παιδιά στράφηκαν…ως την οδό Αιόλου», § 12 «Μα οι μέρες περνούσαν….Φαινόταν κι αυτός σα στενοχωρημένος»είχε δώσει στενοχώρια», § 15 «θα’ χουν φύγει οι κακοί άνθρωποι» - «κι οι καλοί μπαμπάδες θα μας έχουν έρθει», «θα’ χουν γεμίσει» - «τα έρημα, τα ορφανεμένα μας τα σπίτια»

ΓΛΩΣΣΑ

Η γλώσσα είναι απλή δημοτική που έχει τα χαρακτηριστικά της απλής, καθημερινής, προφορικής ομιλίας των ανθρώπων. Υπάρχουν και κάποιοι λαϊκοί και λανθασμένοι γλωσσικοί τύποι που στόχο έχουν να δείξουν τη λαϊκή καταγωγή και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο των ηρώων. (στην οδός, να διακονέψω, άμα σφίξει, τα σκολειά, σιδερόδρομος, ανθρώποι, θα στέκουμαι)

ΎΦΟΣ

Το ύφος είναι απλό, άμεσο οικείο, ζωντανό και παραστατικό λόγω των διαλόγων. Επίσης συγκινητικό με τον  εξομολογητικό τόνο του  και φορτίζει τον αναγνώστη προβάλλοντας με τραγικό τρόπο τις δύσκολες πλευρές της ανθρώπινης ζωής.

ΙΔΕΕΣ – ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ:

-      Αναπαράσταση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της εποχής, όπως επιδρούν στην οικογενειακή ζωή και ιδιαίτερα στην ψυχολογία των παιδιών.

-      Η φτώχεια πέρα από άλλες αιτίες οφείλεται και στην ανώμαλη πολιτική κατάσταση που οδηγούσε ανθρώπους στην εξορία, με αποτέλεσμα οι οικογένειές τους να φτάνουν στα όρια της αντοχής τους.

Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν

         Το διήγημα προέρχεται από το βιβλίο της Έλλης Αλεξίου Προσοχή συνάνθρωποι (1978), το οποίο περιέχει διηγήματα που αναφέρονται στη γερμανική Κατοχή, την Αντίσταση και την εξορία. Το συγκεκριμένο διήγημα έχει γραφτεί το 1954 και παρουσιάζει τον αγώνα μιας μητέρας να ζήσει και να στηρίξει τα παιδιά της, όσο ο άντρας της βρίσκεται στην εξορία, αλλά και τις οικονομικές δυσκολίες όλων των ανθρώπων της μεταπολεμικής εποχής.

H Αγγελικούλα, μόλις άνοιξε τα μάτια της το πρωί, ξαναθυμήθηκε τη χθεσινή κουβέντα της μαμάς τους, ακριβώς όπως τους τα είχε πει αποβραδίς: «...γιορτές και να μη με ζητήσουν μήτε για πλύσιμο... μήτε για άσπρισμα... άλλο πια δεν έχει. Θα πάω να σταθώ στην οδός Αιόλου,* να διακονέψω*...».

         Πάντα της ξενοδούλευε, γιατί ο άντρας της -πλανόδιος ντενεκετζής που ήταν- τι να βγάλει, και πού να φτάσουν, μα τώρα που είχε απομείνει μονάχη, ακόμα χειρότερα. «Θα σταθώ στην οδός Αιόλου... και θα σας πάρω και σας. Τα σκολειά κλειστά είναι. Θα χαζέψετε και τον κόσμο... Θα δείτε τα πράματα που θα 'χουν απλωμένα από δω κι από κει... μπορεί να βρεθεί και κανείς χριστιανός να σας δώσει και καμιά δεκάρα...»

         - Πότε, μαμά, θα πάμε στην οδός Αιόλου; ρώτησε η Αγγελικούλα.

         - Θα λέμε και τα κάλαντα της εξορίας; ρώτησε κι ο Πέτρος τη μαμά του.

         - Να τα λέτε.

         Κι ο Πέτρος άρχισε να σιγοτραγουδά από κει που ήταν ξαπλωμένος:

Αρχημηνιά-ά κι α-αρχή χρο-νιά,

είν' ο μπαμπάς, χρόνους εννιά στη

μα- στη μαύ-ρην εξορία...

συ 'σαι αρχό- συ 'σαι αρχόντισσα κυρία...

         - Θ' αργήσουμε, μαμά, ακόμα;

         Η Αγγελικούλα βιαζότανε να φύγουν.

         - Εμ τώρα είναι ακόμα πρωί... Καλά καλά δεν έφεξε. Θα πάμε άμα σφίξει ο κόσμος.

         - Και πότε θα σφίξει ο κόσμος;

         - Άμα βγει ο ήλιος.

         - Κι αν δε βγει ο ήλιος, δε θα πάμε; ρώτησε ο Πέτρος.

         - Τι να κάνουμε από τέτοιαν ώρα; Να ξεπαγιάσουμε άδικα;

         - Τα παιγνίδια όμως, ας είναι και πρωί, δεν είναι στα τζάμια; ξανάπε ο Πέτρος. Αν μαζέψεις, μαμά, πολλά λεφτά, και μας δώσουν και μας από τα κάλαντα, θα μου πάρεις, μαμά, κείνο το σιδερόδρομο που σου 'λεγα;

         Ήταν ένας σιδερόδρομος που έπιανε όλη τη βιτρίνα! Τα παιδιά, στα σκολειά, στα διαλείμματα, όλο για το σιδερόδρομο μιλούσαν. Διηγούνταν πώς κάνει γύρους. Πώς ανάβουν και σβήνουν τα ηλεκτρικά του. Πώς έχει σειρά τα βαγόνια. Ανεβοκατεβαίνει στα βουνά, χωρίς να γκρεμίζεται. Περνάει κι ένα ποτάμι πάνω από μια γέφυρα και ύστερα!... τρυπώνει σ' ένα τρυπημένο βουνό... και χάνεται!... Μα σε λίγο... να σου τον και ξετρυπώνει από την άλλη μεριά της βιτρίνας, και ξαναρχίζει τα ίδια...

         - Αυτά τα παιγνίδια είναι ακριβά! Δεν μπορούμε να τ' αγοράσουμε μεις...

         - Άμα πιάσουμε πολλά λεφτά;

         - Όσα και να πιάσουμε... δεν μπορούμε.

         - Πότε θα μπορέσουμε;

         - Άμα έρθει ο μπαμπάς σου.

         - Πότε θα 'ρθει ο μπαμπάς μου;

         - Άμα τον αφήσουν οι κακοί ανθρώποι.

         - Θα τον αφήσουν πριν από την Πρωτοχρονιά;

         - Ναι... ναι... πριν από την Πρωτοχρονιά.

         - Κι άμα έρθει, θα μου πάρει το σιδερόδρομο;

         - Ναι... ναι...

         - Να του το πεις όμως και συ...

         - Ναι... ναι... θα του το πω.

         Στην οδό Αιόλου κόντεψαν να χαθούν. O Πέτρος έψαχνε να βρει το σιδερόδρομο, κι η Αγγελικούλα είδε μια κούκλα, που στεκόταν πίσω από το τζάμι και κουνούσε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, κι ανοιγόκλεινε τα μάτια της, και σταμάτησε, γιατί ήθελε να τη δει καλά.

         - Αν δεν έχετε το νου σας, να το ξέρετε, πως θα χαθούμε. Εγώ θα στέκουμαι εδώ σε τούτη τη γωνιά. Μην ξεμακρύνετε... Και να 'στε πιασμένοι χέρι χέρι...

         - Άντε να πάμε να βρούμε το σιδερόδρομο, είπε ο Πέτρος στην Αγγελικούλα, και ύστερα ξαναγυρίζομε.

         Μπρος από τη βιτρίνα, που ήταν ο σιδερόδρομος, είχαν μαζευτεί ένα σωρό παιδιά. Κι όλα φώναζαν:

         - Κοιτάτε! Τώρα θ' ανεβεί, θα το δείτε, σ' αυτό το ψηλό βουνό.

         - Θα περάσει και το ποτάμι... πάνω από τη γέφυρα...

         - Κοίτα το μηχανικό πώς κάνει;

         - Τώρα θ' ανάψει το πράσινο φως και θα σβήσει το κόκκινο.

         - Θα μου τον αγοράσει ο μπαμπάς μου, είπε το παιδί ενός καθηγητή, τώρα στις γιορτές, που θα τους δώσουν δύο μισθούς...

         - Εγώ θα πω στο νονό μου, είπε ένα αδυνατούλικο, χλομό αγοράκι, να μου τον αγοράσει, που είναι σωφέρης.*

         - Η θεία μου η μικρή, είπε της μαμάς μου, πως θα βάλουν όλοι τους, ο θείος ο Νικόλας, κι ο θείος μου που 'χει το περίπτερο, να μου τον αγοράσουν..., είπε ένα άλλο παιδί.

         - Εμάς, ξεθαρρεύτηκε ο Πέτρος, θα μας τον αγοράσει ο μπαμπάς μας...

         Τα παιδιά στράφηκαν και πρόσεξαν τα δυο φτωχοντυμένα αδέλφια. O Πέτρος φορούσε μαύρο σακάκι μπαλωμένο στους αγκώνες και το γιακά, και στο λαιμό μαύρο κασκόλ, και καφέ γάντια, που βγαίναν όξω τα δυο πρώτα δάχτυλα. Η Αγγελικούλα δε φαινόταν τι φορούσε. Ήταν διπλοτυλιγμένη μέσα σ' ένα μποξά* σκούρο, σφιχτοδεμένο κάτω από τα χέρια, μ' ένα κορδόνι. Τα παπούτσια τους -αρβυλάκια- ήτανε βουτηγμένα στη λάσπη, καθώς είχαν κάμει πεζή* όλο το δρόμο, από του Ζωγράφου ως την οδό Αιόλου.

         - Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;, ρώτησε τον Πέτρο το παιδί του καθηγητή.

         - Είναι εξορία, μα θα 'ρθει πριν από την Πρωτοχρονιά.

         - Ξέρεις πόσο κάνει ο σιδερόδρομος;, του λέει. Για να μου τον αγοράσει ο μπαμπάς μου, θα δώσει το μισό μισθό, απ' αυτόν που θα τους δώσουν για τις γιορτές.

        Η Αγγελικούλα με τη μαμά και τον Πέτρο πήγαν και την άλλη μέρα στην οδό Αιόλου, και την παράλλη. O Πέτρος, κρατώντας την Αγγελικούλα από το χέρι, τραβούσε ίσια για τη βιτρίνα που ήταν ο σιδερόδρομος. Είχε το φόβο μην πάνε καμιά μέρα και βρούνε άδεια τη βιτρίνα. Κ' ύστερα; Σαν έρθει ο μπαμπάς; Αν είναι πουλημένος ο σιδερόδρομος;

         Τα βράδια, άμα χτυπούσε η οξώπορτα της μάντρας, τ' αδέρφια συνερίζονταν* ποιο να προλάβει ν' ανοίξει πρώτο.

         - Πώς θα καταλάβουμε πως είναι ο μπαμπάς μας;

         - Από το γέλιο του.

         - Εκείνος θα μας γνωρίσει;

         - Ναι, ναι...

         - Μα αφού δε μας ξέρει;

         - Θα σας γνωρίσει από τη φωτογραφία που του στείλαμε.

         Μα οι μέρες περνούσαν. Πέρασε κι η Πρωτοχρονιά. Κόντευαν τα Φώτα, κι ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Ευτυχώς που κι ο σιδερόδρομος δεν είχε φύγει από τη βιτρίνα. Πολλά παιγνιδάκια, που κάνανε συντροφιά στο σιδερόδρομο, χάνονταν μέρα με τη μέρα. Κάτι σερβίτσια του τσαγιού, κάτι επιπλάκια, που στέκαν όρθια από δω κι από κει, μέσα στα κουτιά τους, πουλήθηκαν. Έλειψε κι η αρκούδα, που κοίταζε με τόση προσήλωση τα παιδιά, έφυγε και το αεροπλάνο, που κρεμόταν από ψηλά και, μόλις το κούρντιζαν, έφερνε γύρους. Όμως ο σιδερόδρομος έμενε πάντα στη θέση του. Μόνο πως άμα πέρασε η Πρωτοχρονιά, δεν περπατούσε πια. Είχε σταματήσει ακριβώς πάνω από τη γέφυρα. Και τα φώτα του δεν αναβοσβήνανε. Φαινόταν κι αυτός σα στενοχωρημένος.

         - Αν ερχόταν ο μπαμπάς μας από την εξορία, είπε ο Πέτρος, θα μας τον είχε αγοράσει. Κανένας όμως μπαμπάς δεν ήρθε από την εξορία. Δεν τους άφησαν οι κακοί άνθρωποι.

         - Εμένα δεν μου τον πήρε ο μπαμπάς, γιατί δεν τους δώσανε τον άλλο μισθό.

         - O νονός μου, είπε και το αδυνατούλικο αγοράκι, είπε στη μαμά μου πως είναι καλύτερα να μου αγοράσει μια φανέλα, γιατί έχω πλευρίτη. Ξέρεις πώς πονάω, άμα παίρνω ανάσα;

         - Η θεία μου η μικρή, κι ο θείος μου ο Νικόλας, κι ο άλλος που 'χει το περίπτερο, είπε και το άλλο παιδί, μ' αγόρασαν καλύτερα τούτο το παλτό... γιατί το περσινό μου ήταν λιωμένο, μα και δε με χωρούσε κιόλας.

         Κι ο σιδερόδρομος κι αυτός ήταν πολύ στενοχωρημένος. Γιατί αυτός είχε έρθει στον κόσμο, μόνο και μόνο για να δώσει χαρά στα παιδιά, και τώρα αντί χαρά, τους είχε δώσει στενοχώρια.

         Για όλους ήτανε φέτος πολύ στενόχωρες οι γιορτές.

         - Μα του χρόνου, θα δείτε, είπε η μαμά, στα δυο λυπημένα παιδιά της. Όλα θα 'χουν αλλάξει... θα 'χουν φύγει οι κακοί ανθρώποι, κι οι καλοί μπαμπάδες θα μας έχουν έρθει, θα 'χουν γεμίσει τα έρημα, τα ορφανεμένα μας τα σπίτια...

Έ. Αλεξίου, Προσοχή συνάνθρωποι,

Καστανιώτης

img

Ζλάτα Φιλίποβιτς, «Ένα ημερολόγιο από το Σεράγεβο»  Α λέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Πατέρα στο σπίτι» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου]  Ζωρζ Σαρή, «Τα κουλουράκια» [Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Ε' και ΣΤ' Δημοτικού]


* στην οδός Αιόλου: γραμματικό λάθος της φτωχής και αγράμματης μητέρας (όπως και παρακάτω: σιδερόδρομος) * να διακονέψω: να ζητιανέψω * άμα σφίξει: άμα αυξηθεί, πληθύνει * σωφέρης: οδηγός * μποξάς: χοντρό μάλλινο σάλι * πεζή: περπατώντας * συνερίζονταν: συναγωνίζονταν

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής 

 

 

ΕΡΓΑΣΙΕΣ

1

Περιγράψτε τις συνθήκες ζωής της Αγγελικούλας και του Πέτρου, αντλώντας πληροφορίες από το κείμενο.

 

2

Τι αντιπροσωπεύει για τα παιδιά του διηγήματος ο σιδηρόδρομος που βρίσκεται στη βιτρίνα του καταστήματος;

 

3

Κάθε παιδί προβάλλει ένα επιχείρημα για να πείσει τα άλλα ότι θα αποκτήσει το ποθητό δώρο. Ποια είναι αυτά τα επιχειρήματα και πώς ακυρώνονται στο τέλος του διηγήματος;

 

4

Σχηματίστε το πορτρέτο της μητέρας, κάνοντας αναφορά στον αγώνα της για επιβίωση.

 

 

 

 

 

 

 

 

http://e-didaskalia.blogspot.gr

http://2stav-glossa.blogspot.com/2013/12/blog-post_4.html


Γλυκό του κουταλιού

  Γλυκό του κουταλιού           Μεγάλο μέρος της ποίησης του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη απηχεί το ιστορικό γεγονός της τουρκικής ει...